Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Distortion. Once. Again.

Καταραμένο PMS, άσε με πια, άσε με, ήθελε να φωνάξει, αλλά πού να το φωνάξει, να μην την ακούσει κανείς και την πάρει για τρελή που ουρλιάζει στις ορμόνες της;

Αυτά τα reccuring themes στις σκέψεις και στα λόγια της πολύ την εκνεύριζαν. Η σκατοψυχιά που την έπιανε όταν περίμενε περίοδο, την εκνεύριζε. Το χαρωπό ήπιο πλάσμα εξαφανιζόταν και στη θέση του εμφανιζόταν μια τύπισσα με μάτι που έσταζε αίμα και κάθε κοφτή κίνηση του λαιμού της συνοδευόταν κι από ένα ανατριχιαστικό κρακ. Η στάχτη έπεφτε στο πληκτρολόγιο αντί στο τασάκι και το ούζο αντί να της γλυκαίνει την ψυχή, έβαζε μέσα της αγκάθια που της άφηναν ανοιχτές τρύπες λες και την είχαν γαζώσει σφαίρες. Άκουσε μια φωνή να τη φωνάζει αχινάκι και τη θέση του ήλιου, της άμμου και του αλατιού, πήραν κεραυνοί και αφρισμένες θάλασσες. Άκουσε μια άλλη να της μιλά για υστερίες και αφροί κύλησαν από το στόμα της. Δεν είναι υστερία, λύσσα είναι, σκέφτηκε και ένα μαύρο τέρας στήθηκε μπροστά της για να αναμετρηθούν.

Μια αγκαλιά πήγε να την τυλίξει κι ούτε καν αυτή δεν ήταν σε θέση να ανεχτεί το κορμί της. Ανοχή. Λέξη ξεχειλωμένη. Αυτός, όμως, δεν της έφταιγε. Ήταν ο μόνος τώρα που δεν έφταιγε. Τι έφταιγε;...

Θλίψη. Ζήλια. Γιατί, πεταμένα στο πάτωμα να συνθλίβονται κάτω από το πέλμα της σαν κατσαρίδες. Τελικά ήταν σίγουρη ότι αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα; Δικός της ή δικός του ήταν ο φόβος της αναμέτρησης με το τέρας της; Εκείνη ήθελε να ορμήξει, να γδάρει, να γδαρθεί, να ματώσει, να κλάψει, να ουρλιάξει, να χτυπήσει και να χτυπηθεί, να εξαντλήσει και να εξαντληθεί. Να πεθάνει και να αναγεννηθεί. Σήμερα. Μέσα σε πέντε λεπτά ή σε πέντε ώρες. Σήμερα όμως.

Κάθε φορά όμως που το τέρας ερχόταν και την προκαλούσε, εκείνη καθόταν απλώς και το κοιτούσε. Πού και πού του χαμογέλαγε για να το καλοπιάσει. Κάποιες φορές κοιτούσε αλλού, πιστεύοντας πως αν στρέψει ξανά το βλέμμα της στη θέση του, εκείνο θα είχε εξαφανιστεί μόνο του. Γρύλιζε μέσα στο κεφάλι της, αλλά κατέπνιγε τον ήχο πριν βγει έξω από αυτό. Γιατί σκεφτόταν εκείνον... Εκείνον που θα στεκόταν σε μια γωνιά πετρωμένος, με βλέμμα περίλυπο. Εκείνον που πονούσε για εκείνην. Εκείνον που ο πόνος της του ήταν δυσβάστακτος, κι ας ήταν για πέντε ώρες. Ή πέντε λεπτά. Εκείνον που πάλευε με τους δικούς του δαίμονες και δεν είχε αποθέματα, όχι να δώσει τις δικές της μάχες, αλλά έστω να παρακολουθήσει εκείνη να τις δίνει...

Όταν θυμός και ανασφάλειες εμφανίζονταν μπροστά της, δεν ήθελε να αποστρέφει το βλέμμα. Ήθελε να εξαφανιστεί εκείνος, ώστε να μπορεί να τα κοιτάξει και τα δύο κατάματα. Ήθελε να είναι μόνη να πονέσει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που εκείνος ήθελε περισσότερο από ποτέ να είναι δίπλα της για να καταπραΰνει τον πόνο της.

Δεν έφταιγε εκείνος. Δεν χρειαζόταν να πείσει τον εαυτό της γι' αυτό. Δεν έφταιγε ούτε εκείνη. Δεν κατηγορούσε πια τον εαυτό της γι' αυτό. Ίσως μόνο γιατί δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να του ζητήσει να μείνει μόνη για πέντε λεπτά ή πέντε ώρες, μέχρι να αναγεννηθεί ώστε να μπορεί να είναι μαζί του, χωρίς να φωνάζει σαν τρελή στις ορμόνες της.

Δεν αισθανόταν sane. Αλλά δεν φοβόταν. Ήθελε τόσο να μη φοβάται για εκείνη ούτε εκείνος! Ή μήπως ήθελε να μη φοβάται εκείνη για εκείνον;... Φαααακ, καταραμένες ορμόνες. Και πού να ήταν όντως εκείνος το θέμα σας σήμερα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου