Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Loud and clear

Χτυπούσε το κινητό της και πατούσε τη σίγαση, χωρίς καν, κάποιες φορές, να βλέπει ποιος την καλεί. Ενίοτε το ξεχνούσε σε τσάντες και αυτοκίνητα, συχνά δε αμελούσε να το φορτίσει μόνο και μόνο για να μείνει από μπαταρία και να το βγάλει από το μυαλό της απενοχοποιημένα. Ένιωθε σχεδόν ευτυχισμένη που το σταθερό στο σπίτι της δεν μπορούσε να το μεταφέρει σε άλλο χώρο πέρα από το μονίμως κατειλημμένο γραφείο στο οποίο βρισκόταν. Είχε την απόλυτη δικαιολογία για να μη μιλάει -πέραν των απαραίτητων- σε ένα ακουστικό. Είχε μιλήσει τόσο στη ζωή της μέσω ενός τηλεφωνικού καλωδίου ή μιας ασύρματης σύνδεσης, που έμοιαζε λες και είχε πάθει overdose και η όψη ή το κουδούνισμα του τηλεφώνου της προκαλούσαν ναυτία. Ή μάλλον, της φαίνονταν και τα δύο αποκρουστικά.

Μέσα στο σύνολο των αλλαγών που συντελούνταν εντός της, μία είχε ήδη ξεκαθαρίσει: η άρνησή της να επιτρέπει στον οποιονδήποτε να "εισβάλλει" στον χρόνο της ή στη διάθεσή της όταν εκείνη, για τον όποιο λόγο, δεν το επιθυμούσε. Το τηλέφωνο είχε πάρει στα μάτια της την όψη πολιορκητικού κριού που πάσχιζε να γκρεμίσει την κερκόπορτα του ζωτικού της χώρου. Την άγχωνε. Και την πίεζε. Κυρίως, την "εγκλώβιζε" σε μία αντίδραση σε χρόνους που δεν την αντιπροσώπευαν. Κι αυτό το αισθανόταν ως βιαιοπραγία κατά του ψυχισμού της.

Πού να το φανταζόταν, όταν για χρόνια ολόκληρα αφιέρωνε ώρες και ώρες σε τηλεφωνικές αναλύσεις και συζητήσεις, ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα απέφευγε, όπως ο διάολος το λιβάνι, την όποια τηλεφωνική συσκευή; Ή ότι τα παράπονα που έκανε κάποτε, στο παρελθόν, "μα γιατί δεν με παίρνεις τηλέφωνο", θα μπορούσαν εύκολα να κατευθυνθούν πλέον από άλλους προς εκείνη;...

Δεν είναι ότι δεν επιθυμούσε την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Ίσα ίσα, την επιθυμούσε περισσότερο από ποτέ. Αλλά ήθελε αυτό ακριβώς: επικοινωνία, όχι κουβέντες. Ήθελε μια επαφή, ένα connection, που εκείνη ένιωθε μόνο όταν αλληλογραφούσε ή έβλεπε τον άλλο από κοντά. Στην πρώτη περίπτωση γιατί μπορούσε να κάνει το απαραίτητο, πρώτα απ' όλα, connect με τον εαυτό της και κατόπιν να εκφραστεί ή να αντιδράσει στα ερεθίσματα. Στη δεύτερη, γιατί είχε την ευχέρεια να "μιλήσει" με το χαμόγελο, το βλέμμα, τις ρυτίδες, την αγκαλιά, το άγγιγμά της, ακόμα κι αν δεν ήξερε τι φθόγγους να σχηματίσει με τη γλώσσα της.

Ήταν άραγε μια φάση που θα περνούσε; Ή αυτή η αλλαγή ήταν ζωτική και επιβεβλημένη για να βρει την ησυχία της και να επανακτήσει την ηρεμία της; Να, αυτή ήταν μια ερώτηση που, στην πραγματικότητα, δεν την ενδιέφερε να θέσει στον εαυτό της. Πόσω μάλλον να την ακούσει από κάποιον άλλο. Τι σημασία είχε; Ποιο το νόημα να κάνεις σενάρια για να επεξηγήσεις αυτά που σου βγαίνουν φυσικά και αβίαστα; Γιατί το κάθετί στη ζωή σου να αναλώνεται σε αναλύσεις και όχι στην απόλαυσή του; Κάπως σαν να είχε κουραστεί και από τις ερωτήσεις... Ήθελε να κάνει διάλειμμα από τις περιττές του είδους τους. Αυτές, άλλωστε, που είχαν ουσία, πάντοτε έβρισκαν δίοδο μέσα της, είτε προέρχονταν από την ίδια είτε από τους άλλους.

Έβλεπε, ορθώς ή λανθασμένα, ότι είχε επιτρέψει το "ξόδεμά" της για καιρό. Ο ίδιος ο οργανισμός της αντιδρούσε πλέον σθεναρά στο ενδεχόμενο περαιτέρω ξοδέματος. Μπορούσε να είναι εδώ για τους πάντες, παλιούς και νέους, κοντινούς και πιο μακρινούς. Ήθελε να είναι εδώ για όλους. Απλώς... να, ήθελε και οι άλλοι να σεβαστούν το δικαίωμά της να το κάνει με τον δικό της τρόπο. Ήθελε να κατανοήσουν ότι είχε παραβλέψει για τόσο καιρό τις δικές της ανάγκες που αυτές θύμωσαν μαζί της. Κι έγιναν απαιτητικές και επιτακτικές. Και της δήλωσαν απερίφραστα πια πως αν δεν πάψει να τις αγνοεί όταν της μιλούν απευθείας, σκόπευαν να την τρελάνουν αυτές στα τηλεφωνήματα...