Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Love of oneself

Πάντα ήξερε ότι σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχουν τα πάντα: το "καλό" και το "κακό", το αρσενικό και το θηλυκό, το αγόρι και το κορίτσι, ο δαίμονας κι ο άγγελος. Δεν θυμόταν, όμως, πότε ακριβώς ήταν η πρώτη φορά που είχε πει "Επιλέγω τι απ' όλα θέλω να είμαι". Μάλλον όταν ήταν έφηβη. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, εκεί κάπου ξεκίνησε χρονικά και το "πάντα" της προηγούμενης συνειδητοποίησης. Δεν την ένοιαζαν, όμως, τόσο ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, όσο το πότε "ξέχασε" τι σημαίνει η λέξη "επιλογή". Πότε αυτό που επέλεξε, έγινε κατεστημένο στην ψυχή της, στο μυαλό της, στην προσωπικότητά της, στερώντας η ίδια στον εαυτό της το δικαίωμα στην όποια άλλη επιλογή. Αν το σκεφτόταν λογικά, θα καταλάβαινε πως ήταν αναμενόμενο στα 33 της να μιλά για επανάσταση. Ήταν αναπόφευκτο να θεωρεί την επανάσταση ως τον μόνο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε πλέον να αντιταχθεί στο δικό της κατεστημένο.

Είχαν περάσει πια επτά χρόνια από τότε που κάποιος της είπε πως συμπεριφέρεται σαν να έχει καταπιεί manual κοινωνικής συμπεριφοράς. Και πόσο αυτό δεν της ταιριάζει. Τα λόγια του έφτασαν κατευθείαν μέσα της, πάτησαν κάλο, την πόνεσαν, αισθάνθηκε την αλήθεια τους. Δεν την αντιλήφθηκε, όμως. Δεν έγινε κτήμα της. Το μυαλό της δεν ήταν έτοιμο να καταρρίψει τις αγκυλώσεις του. Να ξεπεράσει τον εγωισμό του/της. Να ξεράσει, εν τέλει, το ίδιο το manual.

Δεν είχε νόημα να σιχτιρίζει τον εαυτό της για τα επτά "χαμένα" χρόνια, γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι ήταν χαμένα. Κάθε άνθρωπος πρέπει μάλλον να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο και, κυρίως, στον δικό του χρόνο, για να προσεγγίσει την αυτογνωσία του - προσεγγίσει, το χρησιμοποιούσε επίτηδες το ρήμα, γιατί δεν είχε αυταπάτες ότι πλησίαζε στο τέλος της διαδρομής. Άλλωστε, αυτά τα επτά χρόνια τής δίδαξαν πολλά. Τη γέμισαν με πολλά - ευχάριστα και δυσάρεστα. Ο μόνος λόγος για τον οποίο επανερχόταν σ' αυτή τη κουβέντα επτά χρόνια πριν, ήταν γιατί αισθανόταν ευγνωμοσύνη που κάποιος είδε κάτι περισσότερο σ' εκείνη απ' αυτό που η ίδια είχε ήδη επιλέξει για τον εαυτό της. Χμ, δεν ήταν ο μόνος. Υπήρξαν κι άλλοι. Απλώς οι άλλοι τής το έδειχναν μέρα με τη μέρα. Αυτός, όμως, ήταν ο μόνος που της έσκασε την αλήθεια στη μούρη. Αλήθεια-χαστούκι. Χωρίς χάδι μετά. Χωρίς ανοχή στις παρελκυστικές της πολιτικές (ίσως μόνο λίγη...). Χωρίς να υποκύπτει στα νάζια της (ίσως μόνο για λίγο...).

Τελοσπάντων. Το θέμα της δεν ήταν ούτε εκείνος ούτε οποιοσδήποτε άλλος. Το θέμα της ήταν μόνο ο εαυτός της. Όχι εγωκεντρικά. Απλώς είχε αντιληφθεί πλέον ότι οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος μπορεί να λειτουργήσει μόνο ανασταλτικά, υποστηρικτικά ή ως trigger στην ψυχοσυναισθηματική της εξέλιξη. Το τι θα κάνει η ίδια -και ως τι θα επιτρέψει στους άλλους να λειτουργήσουν- είναι καθαρά δικό της θέμα. Δικό της "πρόβλημα". Το "χτίσιμο" της προσωπικότητάς της στα, πέρα των παιδικών, χρόνια, ήταν δική της ευθύνη. Δική της επιλογή.

Και κάπως έτσι το μυαλό της επανήλθε στις επιλογές... Πότε επέλεξε ότι είναι "καλή" - και έκλεισε τα μάτια σε καθετί "κακό" μέσα της; Πότε επέλεξε ότι είναι άντρας - και ξέχασε ότι είναι γυναίκα; Πότε επέλεξε ότι είναι κορίτσι - κι αγνόησε το αγόρι που της μιλούσε στ' αφτί εκ των έσω; Πότε επέλεξε να παριστάνει τον άγγελο - κρύβοντας στην ντουλάπα τον δαίμονα; Κι εκείνες τις... άλλες μέρες, εκείνες τις μέρες που όλα τα βλέπεις ανάποδα, πότε επέλεξε όλα αυτά επίσης απ' την ανάποδη; Πότε επέλεξε να ξεχάσει αυτό που πάντα ήξερε; Ότι μέσα της κουβαλά τα πάντα; Κι ότι αυτό που θέλει σε κάθε περίπτωση και περίσταση να είναι, παραμένει επιλογή; Πότε επέλεξε να ξεχάσει ότι η ζωή είναι κάτι δυναμικό και όχι στατικό; 

Όχι, δεν την είχε πιάσει πάλι η λύσσα της για τα what if. Ίσα ίσα, είχε αρχίσει να τα ακούει πιο ξεκάθαρα και να μην τους γυρίζει την πλάτη. Είχε "ακούσει" πια, και με το μυαλό και με την καρδιά της, τα what if να μιλούν για το μέλλον και να μη διαστρεβλώνει τα λόγια τους θεωρώντας πως τη στροβιλίζουν στο παρελθόν. Κι αυτό που τη ρώταγαν είναι... what if αγκάλιαζες τα πάντα μέσα σου; Κι εκείνη τους απαντούσε με ενθουσιασμό "Ναι, ναι, ναι! Θέλω να επιλέξω να αγαπάω πια τα πάντα μέσα μου. Θέλω να επιλέξω να αγαπάω τον εαυτό μου...".








Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Δυο λέξεις. Μόνο.

Περπατούσαν κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Για ώρα δεν έλεγαν κουβέντα, το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ανάσες τους. Πού και πού, εκείνη φοβόταν. Τη φόβιζε ένας σχεδόν ανεπαίσθητος ήχος, μια σκιά που έπιανε με την άκρη του ματιού της, η λακκούβα την οποία δεν αντιλαμβανόταν εγκαίρως και δημιουργούσε gap στον βηματισμό της. Κάθε που τρόμαζε, απλώς του έσφιγγε το χέρι μέχρι να ασπρίσουν οι κλειδώσεις των δαχτύλων της. Και τότε άρχιζε να χαλαρώνει το σφίξιμο. Και συνέχιζαν να περπατάνε, χωρίς λέξη.

Εκείνος πού και πού ήθελε να της αφήσει το χέρι. Να το τινάξει. Είχε πιαστεί τόση ώρα που την κρατούσε. Αλλά δεν το έκανε. Αντ' αυτού χάιδευε τον αντίχειρά της με τον δικό του, προκειμένου να ξεμουδιάσει λίγο. Η ανάσα του γινόταν πιο βαθιά εκείνες τις στιγμές. Ρούφαγε αέρα σαν να ήταν το οξυγόνο όχι πηγή ζωής, αλλά δύναμης. Δύναμη αντλούσε από τον αέρα για να πνίξει την κραυγή του, να τη ρίξει στα οξέα του στομάχου του, να την διαλύσει και να την αποβάλλει σταδιακά από το σύστημά του.

Ούτε που ήξεραν πού πήγαιναν. Βάδιζαν μες στην άγνοια για τον προορισμό τους. Το μόνο που ήξεραν, ήταν πως όπου κι αν ήταν να φτάσουν, ήθελαν να φτάσουν μαζί. Γι' αυτό κι εκείνη δεν τράβαγε το χέρι της όταν φοβόταν, για να το βάλει στα αφτιά της να μην ακούει τους ήχους ή στα μάτια για να μην βλέπει τις σκιές, παρά έσφιγγε το δικό του. Γι' αυτό κι εκείνος δεν τράβαγε το δικό του όταν κουραζόταν από το μπλέξιμο των δαχτύλων τους. Όταν τον έπιανε η παρόρμηση να ξεμουδιάσει μόνος. Γι' αυτό έκανε μια μικρή κίνηση προς εκείνη με τον αντίχειρά του, αντί μια μεγάλη κίνηση μακριά της.

Αν κάποιος τους έπαιρνε στο κατόπι όση ώρα προχωρούσαν, θα έκανε αναρίθμητες εικασίες για το τι συνέβαινε στο μυαλό τους και πόσα λόγια αντάλλασσαν μες στη σιωπή τους. Τα λόγια, όμως, τα είχαν ανταλλάξει όσο ακόμα κάθονταν και δεν βάδιζαν ούτε μπρος ούτε πίσω, κι ήταν όλα ηχηρά. Όταν αποφάσισαν να αρχίσουν να περπατούν, μία φράση μόνο αρκούσε να αντηχεί στα αφτιά και των δύο κι ας μην άνοιγε κανείς το στόμα του... Είμαι εδώ.