Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Τζέκιλ & Χάιντ


- Γεια…
- Γεια σου!
- Πώς σε λένε;
Άνοιξε το στόμα της να απαντήσει, αλλά κάπου μπλόκαρε η φωνή και δεν βγήκε. Το ξανάκλεισε και άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, καθώς τον κοιτούσε μέσα στα δικά του. Εκείνος έσμιξε λίγο τα φρύδια του. Το ύφος του έδειχνε ήδη μια δυσαρέσκεια. Τζέκιλ, του απάντησε. Με λένε Τζέκιλ. Σχεδόν του το τραγούδησε. Κούνησε απαξιωτικά το κεφάλι του, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του που ήταν σίγουρη ότι καλό δεν θα ‘ταν, και την προσπέρασε, σπρώχνοντάς την άγαρμπα.
Έμεινε για λίγο ακίνητη. Το μόνο που έκανε ήταν να στρίψει το κεφάλι της όσο μπορούσε και από τις δυο μεριές και να περιεργαστεί το περιβάλλον γύρω της. Της έβγαλε μια πνιγερή μουντάδα. Κλειστά πορτοπαράθυρα, φθαρμένοι τοίχοι, απλωμένα σκοινιά, μοναχικά και έρημα, κάτι γλάστρες «σκασμένες» με ξεχαρβαλωμένα φυτά να κρέμονται από τα μπαλκόνια ποθώντας να αυτοκτονήσουν, αλλά ανήμπορα να εκπληρώσουν την επιθυμία τους έτσι εγκλωβισμένα που ήταν στο ξερό χώμα. Αν είχαν φωνή, ήταν σίγουρη ότι θα την εκλιπαρούσαν να τα τραβήξει με τα χέρια της, να τα ξεριζώσει και να τα αφήσει στο πεζοδρόμιο για να πεθάνουν. Θα την εκλιπαρούσαν να τους κάνει ευθανασία, όχι να τα πάρει μαζί της για να τα σώσει. Τόσο παραδομένα στη μιζέρια τους της φαίνονταν, τόσο εγκαταλειμμένα και χωρίς καμιά πλέον ελπίδα.
Έστρεψε το κεφάλι της προς τα πάνω, να δει ουρανό. Ένα κομματάκι του μόνο ξεπρόβαλλε ανάμεσα σε πανομοιότυπες πολυκατοικίες και σειρές από τηλεοπτικές κεραίες, που έμοιαζαν να κουτσομπολεύουν μεταξύ τους σαν κυράτσες σε λαϊκή. Ίσιωσε το βλέμμα της, εστίασε μπροστά, έσφιξε καλύτερα το πανωφόρι της πάνω της και είπε δυνατά Πρέπει να προχωρήσω. Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν είναι αυτό το μέρος για μένα.

Περπατούσε στον δρόμο σχεδόν σαν υπνωτισμένη. Δεν σκεφτόταν τίποτα παρά μόνο πώς να επιταχύνει το βήμα της για να απομακρυνθεί όσο πιο σύντομα γινόταν από αυτή τη βλέννα που έβγαζε πλοκάμια και επιχειρούσε να την κρατήσει για πάντα εκεί, κολλημένη μες στο σίχαμα.
-Επ κοπελιά, πρόσεχε!
Τινάχτηκε ενστικτωδώς, χωρίς να ξέρει στην πραγματικότητα από ποια πλευρά έπρεπε να τιναχτεί για να αποφύγει αυτό που την απειλούσε. Δεν είχε καν καταλάβει τι ήταν αυτό που την απειλούσε. Συμπτωματικά, έκανε τη σωστή κίνηση. Είχε μετατοπίσει το σώμα της δεξιά, αποφεύγοντας μια μετωπική με έναν νεαρό και το ποδήλατό του, η ρόδα του οποίου βρισκόταν τώρα ακριβώς στα αριστερά της. Ωωω, από πού εμφανίστηκε αυτός, γιατί δεν τον είδα;, αναρωτήθηκε. Αλλά η έκπληξή της ήταν μεγαλύτερη όταν το βλέμμα της περιπλανήθηκε ταχύτατα τριγύρω και είδε πράσινες πόρτες, κόκκινους τοίχους, γεράνια σε μικρά γλαστράκια κάτω από χειροποίητα κουρτινάκια, δυο γέρους καθισμένους στην μπροστινή βεράντα ενός σπιτιού να της χαμογελούν καλόκαρδα και δυο πιτσιρίκια με τα αυτοκινητάκια στο χέρι να έχουν σταματήσει για λίγο το παιχνίδι και να την περιεργάζονται.
Πού είμαι; Πότε έφτασα εδώ; Πώς έφτασα εδώ;, ρωτούσε η φωνή μες στο κεφάλι της, αλλά και πάλι μπλόκαρε και δεν έβγαινε από το στόμα της. Ο νεαρός την κοιτούσε υπομονετικά, χωρίς να της μιλάει. Όταν είδε ότι ο πανικός στο βλέμμα της άρχισε να καταλαγιάζει, τότε μόνο τη ρώτησε. Πώς σε λένε;, και στα αφτιά της έφτασε η ίδια πολύχρωμη γλύκα την οποία έβλεπε και με τα μάτια της. Το ένιωθε ότι αν άπλωνε το χέρι της να αγγίξει κάτι, χρώματα θα κυλούσαν και ανάμεσα στα δάχτυλά της. Δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος. Δεν θα δώσω τη λάθος απάντηση. Αυτό το μέρος είναι ακριβώς ό,τι θέλω, σκέφτηκε. Χάιντ, απάντησε δυνατά. Μεμιάς τα παιδάκια γύρισαν στο παιχνίδι τους και οι γέροι έπιασαν να μιλούν μεταξύ τους κάνοντας προφανή την αδιαφορία τους. Μόνο τα χρώματα έμειναν ίδια, ήταν πιο ζωντανά από τη φωνή της και την έπνιξαν με ευκολία πριν τα ταράξει. Αισθάνθηκε τα χέρια του νεαρού γύρω από το κορμί της. Είχε γύρει πάνω από το τιμόνι του ποδηλάτου του και την αγκάλιαζε. Την έπιασε τρέμουλο. Δεν καταλάβαινε γιατί. Την κράτησε σφιχτά, μέχρι αυτό να σταματήσει. Και μετά εκείνος τραβήχτηκε, ίσιωσε το δικό του κορμί πάνω στη σέλα, έπιασε το τιμόνι και έδωσε μια με το πέλμα του στο πετάλι. Σταμάτα να κρύβεσαι…, άκουσε τη φωνή του να της λέει, καθώς ξεμάκραινε από εκείνη. Μα… δεν κρύβομαι…, ψέλλισε, αλλά αυτός είχε απομακρυνθεί τόσο, που πια δεν υπήρχε περίπτωση να την ακούσει.

Κοίταξε ξανά γύρω της. Το μέρος εξακολουθούσε να είναι θελκτικό, αλλά εκείνη αισθανόταν πλέον ανεπιθύμητη. Ξαναέσφιξε μηχανικά το πανωφόρι της πάνω της, κλώτσησε νευρικά ένα πετραδάκι που βρισκόταν μπροστά στο παπούτσι της κι έπιασε ξανά να περπατά. Άκου εκεί να σταματήσω να κρύβομαι… Πώς του ήρθε να πει κάτι τέτοιο; Και πώς έβγαλε τέτοιο συμπέρασμα; Αφού το μόνο που πρόλαβα να του πω είναι πως με λένε Χάιντ!, μονολογούσε, χαμένη τόσο στις απορίες της που δεν τις «άκουγε» καν. Και φυσικά, πάλι δεν έβλεπε πού πήγαινε. Ούτε πρόλαβε να δει εκείνον, πριν πέσει πάνω του. Το μόνο που αισθάνθηκε ήταν να την τυλίγει μια θερμότητα. Και στη μύτη της έφτασε μια μυρωδιά που της ήταν οικεία, αλλά χωρίς να αντιλαμβάνεται γιατί της είναι οικεία. Είσαι καλά;, άκουσε τη φωνή του σαν μελωδία να της χαϊδεύει τ’ αφτιά, την ίδια στιγμή που οι παλάμες του την κρατούσαν γερά από τα μπράτσα. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Τα χείλη του χαμογελούσαν, αλλά τα μάτια του ήταν βυθισμένα στη μελαγχολία. Κι όμως το πρόσωπό του όλο απέπνεε γαλήνη. Με λένε Τζέκιλ & Χάιντ!, είχε βγει η φωνή της πριν προλάβει καν να το καταλάβει. Την κοίταξε απορημένος, αλλά μόνο στιγμιαία. Γιατί αμέσως μετά ξέσπασε σε γέλια. Και το γέλιο του την παρέσυρε κι άρχισε κι εκείνη να γελά. Καλώς ήρθες, λοιπόν, στα μέρη μας, Τζέκιλ & Χάιντ. Νομίζω ότι θα ταιριάξεις μια χαρά εδώ, της είπε με σιγουριά κι εκείνη για πρώτη φορά δεν γύρισε να κοιτάξει πού βρισκόταν. Ήταν σίγουρη ότι βρισκόταν εκεί ακριβώς που έπρεπε.