Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Κλάμα. Το σωτήριο.

Είχε καθίσει στο φεγγάρι της οκλαδόν. Ήταν η αγαπημένη της στάση, άλλωστε, παντού καθόταν έτσι. Στο πάτωμα, στον καναπέ, στην καρέκλα του γραφείου και στα σκαμπό των μπαρ ακόμη. Όλα αυτά, στα άλλα βασίλεια βέβαια, που επισκεπτόταν. Στο δικό της, δεν είχε ούτε μοκέτες ούτε έπιπλα ούτε γραφεία ούτε και μπαρ. Μόνο γη κι ό,τι η φύση ζωγραφίζει πάνω της.

Με τους αγκώνες της να ακουμπούν στο εσωτερικό των μηρών της, λίγο πιο πάνω από τα λυγισμένα γόνατα, και τις παλάμες της να έχουν απλωθεί για να πιάσουν το κομμάτι του προσώπου της που εκτείνεται από το σαγόνι μέχρι κάτω από τα μάτια, είχε περάσει όλη τη μέρα, μες στο σκοτάδι της, κλαίγοντας. Πού και πού ανασήκωνε για λίγο το κεφάλι, να πάρει ανάσα μπας και πάψουν τα δάκρυα να τρέχουν, αλλά χωρίς να κατέβαζει τα χέρια της. Αυτά έμεναν στην ίδια θέση, περιμένοντας καρτερικά για την επόμενη "προσγείωση" του προσώπου της μέσα τους. Λες και τα χέρια ήξεραν αυτό που το μυαλό της αμφισβητούσε: ότι αυτό το κλάμα δεν θα έπαυε τόσο εύκολα.

Είχε περάσει τόσες ώρες στην ίδια στάση, με τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις, που το ποτάμι από κάτω είχε φουσκώσει από τα δάκρυά της και, παρά τις μύξες που είχαν βουλώσει τη μύτη της, τα ρουθούνια της τρυπούσε η μυρωδιά της νοτισμένης γης. Αν εξαιρέσουμε τον ποταμό, που δεν είχε άλλη επιλογή από το να ρέει -αν και πολύ θα το 'θελε κι αυτός να σταματούσε τη ροή των νερών του-, όλα τα υπόλοιπα στην πλάση της είχαν μουδιάσει κι αυτά μαζί με το σώμα της και δεν κινούνταν τίποτα. Αέρας δεν φυσούσε, τα δέντρα δεν έγερναν ούτε καν για να ψιθυρίσουν το ένα στο άλλο, λαγοί και αλεπουδίτσες είχαν κρυφτεί στις φωλιές τους, τα πουλιά αντίστοιχα μέσα στα φυλλώματα. Και μαζί με το νάζι της, είχαν σβήσει και οι πυγολαμίδες της. Πάνε τα λαμπατέρ της...

Ή έτσι νόμιζε... Νόμιζε ότι όλο αυτό το κλάμα την είχε ξεπλύνει από το νάζι. Ότι είχε ξεπλύνει από πάνω της κάθε ίχνος παιδικότητας. Μέχρι που με μάτια θολωμένα, είδε κάτι φωτεινό να πλησιάζει και ν' απομακρύνεται, να ξαναπλησιάζει και να ξαναπομακρύνεται. Χωρίς να σηκώσει εντελώς το κεφάλι από τα χέρια, το ανασήκωσε μόνο λίγο προς τα πάνω και ρούφηξε μύξες και δάκρυα, προσπαθώντας να καθαρίσει το οπτικό της πεδίο. Μια τόση δα πυγολαμπίδα, την έφερνε βόλτες διστακτικά. Όταν την είδε πλέον να σηκώνει τελείως το κεφάλι της και να κατεβάζει τα χέρια της, τότε μόνο ήρθε και προσγειώθηκε αυτή στην παλάμη της.

Για λίγο έμειναν ακίνητες. Και η μία και η άλλη. Μόλις τα μάτια της στέγνωσαν πλήρως, μπορούσε πλέον να δει ότι η μικρή πυγολαμπίδα έκανε ανεπαίσθητες κινήσεις πάνω στην παλάμη της. Η αλήθεια είναι ότι τη βοηθούσε και η αφή της να το καταλάβει, γιατί αισθανόταν ένα απαλό γαργαλητό που έκανε τα χείλη της να ανασηκώνονται, επίσης απαλά. Δεν ήταν όμως προετοιμασμένη γι' αυτό που θ' ακολουθούσε... Γιατί ξαφνικά, η επισκέπτριά της άφησε τις ανεπαίσθητες κινήσεις και το 'ριξε στις κωλοτούμπες και τ' ακροβατικά. Και δως του να κάνει φωτεινά οχτάρια που γύρναγαν στο πλάι και γίνονταν άπειρο, δως του να στροβιλίζεται σχηματίζοντας σπείρες που έκαναν και τα δικά της μάτια να στροβιλίζονται μανιωδώς. Κι εκεί που όλα έμοιαζαν να έχουν τυλιχτεί στο φως, τότε ξέσπασε σε κάτι γέλια, που έβγαλαν και όλη τη φύση από την κρυψώνα και την ακινησία της. Κι αμέτρητες πυγολαμπίδες ανέβηκαν μέχρι το φεγγάρι και το κύκλωναν με τέτοιο εσωτερικό ρυθμό, που σχημάτιζαν έναν συμπαγή, λαμπερό δακτύλιο γύρω του. Κι εκείνη σηκώθηκε όρθια πια κι έπιασε να χορεύει ιρλανδέζικα πάνω στη λεπτή φετούλα λεμονιού της.

Πάμε, είπε στον εαυτό της όταν το σώμα της ξεμούδιασε τελείως με τον χορό. Πάμε εκεί που έχει ήλιο... Τώρα μπορούμε.



Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Λίγη ησυχία... Επιτέλους.

Είναι περίεργο πώς μπορεί να αλλάξει η ζωή σου, ενώ εσύ κοιμάσαι. Πώς δυο λέξεις μπορούν να παγώσουν το αίμα στις φλέβες σου. Πώς ένα χάδι μπορεί να πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις έκφρασης. Αλήθειας και πόνου. Κι όλα αυτά πριν καν χαράξει...

Πλησίαζε μήνας από εκείνο το πρωινό που ξημέρωσε μια καινούργια ζωή για κείνη. Μια ζωή που δεν είχε φανταστεί ότι θα καλούνταν ποτέ να ζήσει. Μήνας; Ήταν ειλικρινής; Μόνο μήνας είχε περάσει; Δεν ήταν περισσότερο; Σκέψου. Θυμήσου. Αναγνώρισε. Παραδέξου. Παράτα πια το δέντρο και δες το γαμημένο το δάσος! Το δάσος σου 'χει στερήσει την πρόσβαση στο φως κι εσύ τα βάζεις με το δεντράκι... Ήταν γελοία. Η σκέψη της έμεινε μισή, μόνο και μόνο γιατί πετάχτηκε στο facebook. Χμ, ούτε καν αυτό να μην παραδεχτείς; Ότι πετάχτηκες στο facebook, μόνο και μόνο γιατί ήθελες αυτή η σκέψη να μην ολοκληρωθεί; 
Σκασμός. Δεν θέλω να σας ακούω. Τίποτα δεν θέλω να ακούω. 

- Τι έπαθε τώρα; Χτυπάει πάλι υστερία;
- Ε δεν την ξέρεις; Μόλις τη ζορίζει κάτι, κλείνει μάτια, βάζει χέρια στα αφτιά, αρχίζει να τραγουδάει ένα ξεκούρδιστο λαλαλα και νομίζει ότι ξεμπέρδεψε. 
- Ζορίστηκε δηλαδή τώρα;
- Μη με κάνεις να πιστέψω ότι είσαι τόσο ηλίθια όσο κι αυτή. Δεν ζορίστηκε τώρα. Ζορισμένη είναι πολύ καιρό τώρα.
- Και τι κάνει γι' αυτό;
- Αυτό που είπες. Χτυπάει υστερίες.
- Μα αυτές δεν βγάζουν πουθενά.
- Το ξέρει.
- Κάτι δεν πιάνω. Αφού το ξέρει, γιατί τις χτυπάει;
- Γιατί είναι εύκολες. Δεν την ζορίζουν. Οι υστερίες της ζορίζουν τους άλλους κι εκείνη βγαίνει λάδι. Κι ας μην βγάζει άκρη.
- Κάποια στιγμή μου είχες πει να μην φοβάμαι για εκείνη. Σε πίστεψα. Τώρα, με κάνεις να το αμφισβητώ.
- Ισχύει αυτό που σου είπα. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Υπομονή να κάνεις, χρειάζεται.
- Έλα... αφού ξέρεις ότι εγώ κι αυτή μοιάζουμε πολύ. Κάνουμε υπομονή. Και σε μια στιγμή, τα γκρεμίζουμε όλα αιφνίδια. Και μετά τρέχουμε να τα ξαναχτίσουμε, μέσα στην απελπισία. Μη μου μιλάς για υπομονή. Στην περίπτωσή μας, δεν είναι προσόν. Αυτοκαταστροφή είναι.
- Μην μπερδεύεις την υπομονή με την αυτολογοκρισία. Αυτό που κάνετε κι οι δυο είναι να αυτολογοκρίνεστε. Γι' αυτό κάποια στιγμή, αυτά που έχετε συσσωρεύσει, σκάνε σαν βόμβα και τα κάνουν όλα σμπαράλια. 
- Και η υπομονή τι είναι τότε; Αν όχι να κρατάς το στόμα σου κλειστό και να περιμένεις να φτιάξουν τα πράγματα;
- Υπομονή είναι να ανοίγεις το στόμα σου, να εκφράζεις αυτά που θες και δεν θες, αυτά που χρειάζεσαι, εκείνα που έχεις ανάγκη, αυτά που δεν σου αρέσουν, και μετά να περιμένεις. Να δίνεις χρόνο ώστε να εισακουστούν αυτά που είχες να πεις. Να δίνεις χρόνο στον σπόρο να φυτρώσει και να βγάλει ένα μικρό βλαστάρι. Και να μην περιμένεις να δεις κατευθείαν ένα δέντρο να ανθίζει.
- ...
- Σε αποστόμωσα;
- Με προβλημάτισες. Άρα δεν έχουμε υπομονή... 
- Ε, μεταξύ μας, τώρα, δεν φημίζεστε ούτε εσύ ούτε εκείνη... Δεν θέλω, όμως, να σας αδικώ. Προσπαθείτε. Το ξέρω ότι προσπαθείτε. Μόνο που αν θες τη γνώμη μου, πέρα από το ότι το κάνετε με λάθος τρόπο, το κάνετε και για λάθος λόγο.  
- Σ' έχασα πάλι...
- Ρε παιδί μου, δεν είπαμε ότι αυτολογοκρίνεστε;
- Ναι.
- Αυτός είναι ο λάθος τρόπος. Ο λάθος λόγος είναι για να ανταποδώσετε την υπομονή που δείχνουν οι άλλοι σ' εσάς. 
- Μα πώς είναι λάθος λόγος αυτός; Δεν δείχνει αν μη τι άλλο ότι είμαστε considerate (εξκιούζ το αγγλικό μου) σ' αυτά που περιμένουν οι άλλοι από εμάς; Δεν δείχνει ότι αναγνωρίζουμε τις ανάγκες τους; Ότι τις σεβόμαστε; Ότι τους υπολογίζουμε εντέλει; Ότι τους αγαπάμε;... 
- Εξακολουθεί να είναι λάθος ο λόγος. Θες να αναδιατυπώσω για να το κάνω πιο εύκολο; Δεν έχει νόημα να προσπαθείτε τόσο πολύ, όταν καταλήγετε να πιστεύετε ότι το κάνετε για τους άλλους και όχι για τον εαυτό σας.
- Ώπα, σαν πολύ εγωιστικό μού ακούγεται αυτό. Και δεν είμαστε για άλλους εγωισμούς. Ο δικός της έχει ήδη χτυπήσει ταβάνι επανειλημμένως.
- Au contraire... Εγωιστική είναι αυτή η τάση να τα κάνετε όλα για τους άλλους, μόνο και μόνο για να παίρνετε την ικανοποίηση του πόσο "considerate" όντα είστε. Τον εγωισμό σας θρέφετε και πάλι. Εγώ ίσα ίσα λέω να μην "χρεώνετε" την προσπάθειά σας στους άλλους. Να αναγνωρίσετε το νόημα για τη δική σας ζωή, ώστε να μην χρειάζεται καν να μιλάμε για "χρέωση". Κι αφού είστε τόσο... considerate, να απολαμβάνετε εντέλει το ότι μοιράζεστε τους καρπούς των κόπων σας με τους άλλους. Καταλαβαίνεις τη διαφορά;
- Αμυδρά...
- Έστω. Κάτι είναι κι αυτό μπροστά στο καθόλου. 
- Εκείνη την καταλαβαίνει;
- Μόλις. Μόλις, νομίζω, άρχισε κι εκείνη να την "πιάνει" αμυδρά... Και ξέρεις τι κάνουμε τώρα;
- Τι;
- Υπομονή...

Ξαφνικά, ησυχία.