Είχε καθίσει στο φεγγάρι της οκλαδόν. Ήταν η αγαπημένη της στάση, άλλωστε, παντού καθόταν έτσι. Στο πάτωμα, στον καναπέ, στην καρέκλα του γραφείου και στα σκαμπό των μπαρ ακόμη. Όλα αυτά, στα άλλα βασίλεια βέβαια, που επισκεπτόταν. Στο δικό της, δεν είχε ούτε μοκέτες ούτε έπιπλα ούτε γραφεία ούτε και μπαρ. Μόνο γη κι ό,τι η φύση ζωγραφίζει πάνω της.
Με τους αγκώνες της να ακουμπούν στο εσωτερικό των μηρών της, λίγο πιο πάνω από τα λυγισμένα γόνατα, και τις παλάμες της να έχουν απλωθεί για να πιάσουν το κομμάτι του προσώπου της που εκτείνεται από το σαγόνι μέχρι κάτω από τα μάτια, είχε περάσει όλη τη μέρα, μες στο σκοτάδι της, κλαίγοντας. Πού και πού ανασήκωνε για λίγο το κεφάλι, να πάρει ανάσα μπας και πάψουν τα δάκρυα να τρέχουν, αλλά χωρίς να κατέβαζει τα χέρια της. Αυτά έμεναν στην ίδια θέση, περιμένοντας καρτερικά για την επόμενη "προσγείωση" του προσώπου της μέσα τους. Λες και τα χέρια ήξεραν αυτό που το μυαλό της αμφισβητούσε: ότι αυτό το κλάμα δεν θα έπαυε τόσο εύκολα.
Είχε περάσει τόσες ώρες στην ίδια στάση, με τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις, που το ποτάμι από κάτω είχε φουσκώσει από τα δάκρυά της και, παρά τις μύξες που είχαν βουλώσει τη μύτη της, τα ρουθούνια της τρυπούσε η μυρωδιά της νοτισμένης γης. Αν εξαιρέσουμε τον ποταμό, που δεν είχε άλλη επιλογή από το να ρέει -αν και πολύ θα το 'θελε κι αυτός να σταματούσε τη ροή των νερών του-, όλα τα υπόλοιπα στην πλάση της είχαν μουδιάσει κι αυτά μαζί με το σώμα της και δεν κινούνταν τίποτα. Αέρας δεν φυσούσε, τα δέντρα δεν έγερναν ούτε καν για να ψιθυρίσουν το ένα στο άλλο, λαγοί και αλεπουδίτσες είχαν κρυφτεί στις φωλιές τους, τα πουλιά αντίστοιχα μέσα στα φυλλώματα. Και μαζί με το νάζι της, είχαν σβήσει και οι πυγολαμίδες της. Πάνε τα λαμπατέρ της...
Ή έτσι νόμιζε... Νόμιζε ότι όλο αυτό το κλάμα την είχε ξεπλύνει από το νάζι. Ότι είχε ξεπλύνει από πάνω της κάθε ίχνος παιδικότητας. Μέχρι που με μάτια θολωμένα, είδε κάτι φωτεινό να πλησιάζει και ν' απομακρύνεται, να ξαναπλησιάζει και να ξαναπομακρύνεται. Χωρίς να σηκώσει εντελώς το κεφάλι από τα χέρια, το ανασήκωσε μόνο λίγο προς τα πάνω και ρούφηξε μύξες και δάκρυα, προσπαθώντας να καθαρίσει το οπτικό της πεδίο. Μια τόση δα πυγολαμπίδα, την έφερνε βόλτες διστακτικά. Όταν την είδε πλέον να σηκώνει τελείως το κεφάλι της και να κατεβάζει τα χέρια της, τότε μόνο ήρθε και προσγειώθηκε αυτή στην παλάμη της.
Για λίγο έμειναν ακίνητες. Και η μία και η άλλη. Μόλις τα μάτια της στέγνωσαν πλήρως, μπορούσε πλέον να δει ότι η μικρή πυγολαμπίδα έκανε ανεπαίσθητες κινήσεις πάνω στην παλάμη της. Η αλήθεια είναι ότι τη βοηθούσε και η αφή της να το καταλάβει, γιατί αισθανόταν ένα απαλό γαργαλητό που έκανε τα χείλη της να ανασηκώνονται, επίσης απαλά. Δεν ήταν όμως προετοιμασμένη γι' αυτό που θ' ακολουθούσε... Γιατί ξαφνικά, η επισκέπτριά της άφησε τις ανεπαίσθητες κινήσεις και το 'ριξε στις κωλοτούμπες και τ' ακροβατικά. Και δως του να κάνει φωτεινά οχτάρια που γύρναγαν στο πλάι και γίνονταν άπειρο, δως του να στροβιλίζεται σχηματίζοντας σπείρες που έκαναν και τα δικά της μάτια να στροβιλίζονται μανιωδώς. Κι εκεί που όλα έμοιαζαν να έχουν τυλιχτεί στο φως, τότε ξέσπασε σε κάτι γέλια, που έβγαλαν και όλη τη φύση από την κρυψώνα και την ακινησία της. Κι αμέτρητες πυγολαμπίδες ανέβηκαν μέχρι το φεγγάρι και το κύκλωναν με τέτοιο εσωτερικό ρυθμό, που σχημάτιζαν έναν συμπαγή, λαμπερό δακτύλιο γύρω του. Κι εκείνη σηκώθηκε όρθια πια κι έπιασε να χορεύει ιρλανδέζικα πάνω στη λεπτή φετούλα λεμονιού της.
Πάμε, είπε στον εαυτό της όταν το σώμα της ξεμούδιασε τελείως με τον χορό. Πάμε εκεί που έχει ήλιο... Τώρα μπορούμε.
Με τους αγκώνες της να ακουμπούν στο εσωτερικό των μηρών της, λίγο πιο πάνω από τα λυγισμένα γόνατα, και τις παλάμες της να έχουν απλωθεί για να πιάσουν το κομμάτι του προσώπου της που εκτείνεται από το σαγόνι μέχρι κάτω από τα μάτια, είχε περάσει όλη τη μέρα, μες στο σκοτάδι της, κλαίγοντας. Πού και πού ανασήκωνε για λίγο το κεφάλι, να πάρει ανάσα μπας και πάψουν τα δάκρυα να τρέχουν, αλλά χωρίς να κατέβαζει τα χέρια της. Αυτά έμεναν στην ίδια θέση, περιμένοντας καρτερικά για την επόμενη "προσγείωση" του προσώπου της μέσα τους. Λες και τα χέρια ήξεραν αυτό που το μυαλό της αμφισβητούσε: ότι αυτό το κλάμα δεν θα έπαυε τόσο εύκολα.
Είχε περάσει τόσες ώρες στην ίδια στάση, με τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις, που το ποτάμι από κάτω είχε φουσκώσει από τα δάκρυά της και, παρά τις μύξες που είχαν βουλώσει τη μύτη της, τα ρουθούνια της τρυπούσε η μυρωδιά της νοτισμένης γης. Αν εξαιρέσουμε τον ποταμό, που δεν είχε άλλη επιλογή από το να ρέει -αν και πολύ θα το 'θελε κι αυτός να σταματούσε τη ροή των νερών του-, όλα τα υπόλοιπα στην πλάση της είχαν μουδιάσει κι αυτά μαζί με το σώμα της και δεν κινούνταν τίποτα. Αέρας δεν φυσούσε, τα δέντρα δεν έγερναν ούτε καν για να ψιθυρίσουν το ένα στο άλλο, λαγοί και αλεπουδίτσες είχαν κρυφτεί στις φωλιές τους, τα πουλιά αντίστοιχα μέσα στα φυλλώματα. Και μαζί με το νάζι της, είχαν σβήσει και οι πυγολαμίδες της. Πάνε τα λαμπατέρ της...
Ή έτσι νόμιζε... Νόμιζε ότι όλο αυτό το κλάμα την είχε ξεπλύνει από το νάζι. Ότι είχε ξεπλύνει από πάνω της κάθε ίχνος παιδικότητας. Μέχρι που με μάτια θολωμένα, είδε κάτι φωτεινό να πλησιάζει και ν' απομακρύνεται, να ξαναπλησιάζει και να ξαναπομακρύνεται. Χωρίς να σηκώσει εντελώς το κεφάλι από τα χέρια, το ανασήκωσε μόνο λίγο προς τα πάνω και ρούφηξε μύξες και δάκρυα, προσπαθώντας να καθαρίσει το οπτικό της πεδίο. Μια τόση δα πυγολαμπίδα, την έφερνε βόλτες διστακτικά. Όταν την είδε πλέον να σηκώνει τελείως το κεφάλι της και να κατεβάζει τα χέρια της, τότε μόνο ήρθε και προσγειώθηκε αυτή στην παλάμη της.
Για λίγο έμειναν ακίνητες. Και η μία και η άλλη. Μόλις τα μάτια της στέγνωσαν πλήρως, μπορούσε πλέον να δει ότι η μικρή πυγολαμπίδα έκανε ανεπαίσθητες κινήσεις πάνω στην παλάμη της. Η αλήθεια είναι ότι τη βοηθούσε και η αφή της να το καταλάβει, γιατί αισθανόταν ένα απαλό γαργαλητό που έκανε τα χείλη της να ανασηκώνονται, επίσης απαλά. Δεν ήταν όμως προετοιμασμένη γι' αυτό που θ' ακολουθούσε... Γιατί ξαφνικά, η επισκέπτριά της άφησε τις ανεπαίσθητες κινήσεις και το 'ριξε στις κωλοτούμπες και τ' ακροβατικά. Και δως του να κάνει φωτεινά οχτάρια που γύρναγαν στο πλάι και γίνονταν άπειρο, δως του να στροβιλίζεται σχηματίζοντας σπείρες που έκαναν και τα δικά της μάτια να στροβιλίζονται μανιωδώς. Κι εκεί που όλα έμοιαζαν να έχουν τυλιχτεί στο φως, τότε ξέσπασε σε κάτι γέλια, που έβγαλαν και όλη τη φύση από την κρυψώνα και την ακινησία της. Κι αμέτρητες πυγολαμπίδες ανέβηκαν μέχρι το φεγγάρι και το κύκλωναν με τέτοιο εσωτερικό ρυθμό, που σχημάτιζαν έναν συμπαγή, λαμπερό δακτύλιο γύρω του. Κι εκείνη σηκώθηκε όρθια πια κι έπιασε να χορεύει ιρλανδέζικα πάνω στη λεπτή φετούλα λεμονιού της.
Πάμε, είπε στον εαυτό της όταν το σώμα της ξεμούδιασε τελείως με τον χορό. Πάμε εκεί που έχει ήλιο... Τώρα μπορούμε.