Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Blast from the past #1 (March 16, 2012)



Το ψέμα την αθωότητα ιντριγκάρει.
Αναζήτησε την πραγματικότητα, κρύψε τα δάκρυα,
στο χάος βρίσκεται η αλήθεια.
Στο γέλιο σου θα βρεις την έμπνευση,
 στην ύπαρξή σου, πόνο.
Κι ολόγυρα χορεύουν οι σκελετοί…

Κι εκεί που με το ένα χέρι τακτοποιείς τη ζωή σου σε κουτάκια, με το άλλο... σπρώχνεις skeletons in the closet. Αυτούς τους σκελετούς που δεν σε απασχολεί αν θα τους ανακαλύψουν άλλοι· εσύ είναι που δεν θες να τους βρεις.

Κι έτσι τους σπρώχνεις εκεί μέσα και πείθεις τον εαυτό σου ότι δεν υπάρχουν. Ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Αλλά κάπου μέσα σου τρέμεις.  Έχεις αυτόν τον υποδόριο φόβο που δεν έχει όνομα, που δεν έχει πρόσωπο. Γιατί ξέρεις ότι η ντουλάπα πάντα ανοίγει στο τέλος…

Κι όταν οι σκελετοί ξεχυθούν κι αρχίσουν να χορεύουν γύρω σου, θα κλείσεις τα μάτια και θα πεις «δε συμβαίνει, εφιάλτης είναι, σε λίγο θα ξυπνήσω». 
Αλλά το κροτάλισμα των κόκαλων τους, στέλνει ρίγη στη ραχοκοκαλιά σου. 
Κι εσύ θα σφίξεις τα βλέφαρα όσο μπορείς, θα βγάλεις τα χέρια από τα μάτια και θα τα βάλεις στ’ αυτιά σου. 
Όμως οι σκελετοί επιμένουν, περνούν από πίσω σου και σε αγγίζουν στην πλάτη. Γέρνουν δίπλα σου και σου φυσάνε τα μαλλιά. Έρχονται μια αναπνοή από το πρόσωπό σου και σου ρουφάνε την ανάσα. 
Κι αρχίζεις να ουρλιάζεις, να καλύψεις τον ήχο του αίματος που τρέχει πανικόβλητο στις φλέβες σου, τον ήχο της καρδιάς σου καθώς ξεριζώνεται από το στήθος σου, τον ήχο του μυαλού σου που πέφτει και γίνεται χίλια αστραφτερά κομμάτια. 
Και μένεις με το στόμα ορθάνοιχτο, μα ξάφνου η φωνή σωπαίνει. Στο λαιμό οι φλέβες πάλλονται, τα γόνατα λυγίζουν, αλλά οι σκελετοί δεν πτοούνται, εξακολουθούν να γυρίζουν, να γυρίζουν, να γυρίζουν...
Κι ύστερα εξαντλείσαι. Χωρίς όραση, χωρίς ακοή, χωρίς φωνή, χωρίς κουράγιο. 
Και παραδίνεσαι. 
Κρεμάς τα χέρια απότομα, κλείνεις τα χείλη, δειλά ανοίγεις τα μάτια. 
Κι οι σκελετοί διαλύονται.

Παραδίνεσαι στον φόβο κι εκείνος χάνει το ενδιαφέρον του για σένα.

Γιατί δεν άνοιγες νωρίτερα τη ντουλάπα;

My mind's my kingdom (δάνειο από τον Francis Quarles)

Στο βασίλειό της, είχε πάντα νύχτα. Ο ήλιος δεν εμφανιζόταν ποτέ. Δεν ήταν πως δεν ήταν ευπρόσδεκτος, αλλά δεν τον είχε καλέσει κιόλας, δεν έβρισκε τον λόγο. Δεν ήθελε να στερήσει την παρουσία του από τα διπλανά βασίλεια, εκεί που ήταν όχι μόνο πιο επιθυμητός, αλλά και απαραίτητος. Και σίγουρα, δεν ήθελε να κλέψει δευτερόλεπτο από τον χρόνο που αυτός αφιέρωνε για να στέλνει τις ζεστές ακτίνες του σ' εκείνο το βασίλειο, το οποίο η ίδια μοιραζόταν με κάποιον άλλο. Εκεί όπου φύτρωναν αγάπη, ευτυχία, ελπίδα κι όνειρα και ο ήλιος τούς ήταν απαραίτητος για να μπορέσουν να φωτοσυνθέσουν και να αναπτυχθούν.

Στο δικό της, όμως, στο ολόδικό της βασίλειο, ο ήλιος ήταν περιττός. Εκείνη είχε τις πυγολαμπίδες της, φτιαγμένες από νάζι, να πετούν παιχνιδιάρικα και να φωτίζουν εκ των έσω τους θάμνους, μετατρέποντάς τους σε διάσπαρτα, περίτεχνα λαμπατέρ. Είχε τις πεταλούδες της, που φωσφόριζαν υπό το φως του φεγγαριού, να προπορεύονται και να της δείχνουν τον δρόμο. Κι είχε και την αστρόσκονη που έπεφτε στο έδαφος, να κάνει τα χορταράκια ν' αστράφτουν. Κάποιος της είχε πει ότι ήταν πάγος. Μικροί κρύσταλλοι νερού. Εκείνη δεν τον πίστεψε ποτέ. Ήξερε ότι ήταν η σκόνη που έπεφτε από τα αστέρια, όταν αυτά απoφάσιζαν να τιναχτούν, να κουνηθούν και να ξεμουδιάσουν. Τον άφησε να πιστεύει κι εκείνος το δικό του. Δεν ήθελε να καταρρίψει τη χαριτωμένη πλάνη του.

Και φυσικά... είχε και το αγαπημένο της φεγγάρι, μια μικρή φέτα λεμονιού που μοσχοβόλαγε ακριβώς όπως οι ανθισμένες λεμονιές την άνοιξη και το οποίο είχε πάντα ριγμένη μια ανεμόσκαλα για την αφεντιά της. Από αυτήν σκαρφάλωνε πάνω του, άλλοτε για να καθίσει με τα πόδια κρεμασμένα και να χαζέψει την επικράτειά της. Άλλοτε, για να κουρνιάσει στην κούρμπα του και να κοιμηθεί. Κι άλλοτε για να σταθεί στην άκρη του, σ' αυτή τη λεπτή μυτερή άκρη, και να κάνει στον εαυτό της μαθήματα ισορροπίας.

Αυτό που δεν είχε στο βασίλειό της, ήταν ανθρώπους. Παρά σπανίως, όταν κάποιοι ριψοκίνδυνοι κατάφερναν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που είχε αραδιάσει γύρω του και χάρη στην τόλμη τους κέρδιζαν την άδειά της να το περιδιαβούν. Ή όταν εκείνη αποφάσιζε να δείξει σ' άλλους τις μυστικές του διόδους. Δεν ήθελε ανθρώπους σε αυτόν τον ολόδικό της κόσμο, δεν χρειαζόταν αυλικούς. Ήθελε μόνο ησυχία. Ή, έστω, κουβέντες που ρέουν γάργαρα σαν το νεράκι σε νωχελικό ποταμό. Κουβέντες που οι ήχοι τους δεν ακούγονται σαν ξεκούρδιστη κιθάρα σε κουαρτέτο εγχόρδων. Γι' αυτό, λοιπόν, και εκείνη αποκάλυπτε τα μυστικά περάσματα σε λίγους. Σ' αυτούς που ήξερε ότι με το που πατήσουν το πόδι τους, θα τρέξουν να πάρουν ένα όργανο και θα μπουν κατευθείαν στον ρυθμό. Σ' αυτόν τον ρυθμό που γαργαλάει τα δέντρα και τα κάνει να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Χωρίς τις φάλτσες νότες, που θα τα έκαναν να βάλουν τα κλάματα.

Άλλωστε, τον περισσότερο καιρό της κι η ίδια τον περνούσε σ' εκείνο το άλλο βασίλειο, το κοινό, όπου πέρα από ήλιο, είχε πάντα και ανθρώπους. Όλων των ειδών τους ανθρώπους. Εύκολους και δύσκολους, ευτυχισμένους και δυστυχισμένους, ενδιαφέροντες και βαρετούς - ενίοτε και κάποιους απωθητικούς. Εκεί, όμως, δεν την ενοχλούσαν. Όποτε ήθελε, χωνόταν σε μια αγκαλιά που τους κρατούσε όλους απ' έξω. Κι όποτε η ίδια και ο συνοδοιπόρος της το είχαν ανάγκη, έφευγαν μαζί και πήγαιναν στο ολόδικό του βασίλειο. Της έκλεινε τα μάτια με μαντήλι και την καθοδηγούσε, κρατώντας την από το χέρι. Την είχε στο σκοτάδι όσο βρίσκονταν μαζί εκεί. Μπορεί να είχε νύχτα ή μέρα ή οι ώρες να εναλλάσσονταν. Δεν ήξερε, δεν την άφηνε να βγάλει το μαντήλι. Αλλά δεν την πείραζε. Περίμενε μέχρι να νιώσει εκείνος έτοιμος να της το λύσει. Μέχρι τότε, το μόνο που την ένοιαζε ήταν ότι εκεί, μαζί του, ένιωθε ασφαλής. Και ότι στερούμενη της όρασης, οξύνονταν όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις της. Και η αφή έκαιγε. Και η όσφρηση διέγειρε τις επιθυμίες της. Και η ακοή έστελνε κύματα που ερέθιζαν τον εγκέφαλό της. Και η γεύση ήταν έντονη - τη μια γλυκιά, την άλλη πικάντικη.

Πού και πού πεταγόταν και σε γειτονικά βασίλεια. Στα βασίλεια των φίλων της, στους δικούς τους, ολόδικούς τους κόσμους. Και έπαιζε με τα παιχνίδια τους. Και έτρωγε τις γεύσεις παγωτού που μόνοι τους έφτιαχναν και δεν έμοιαζαν με άλλες. Και έκανε μαζί τους μακριές βόλτες δίπλα στη θάλασσα. Κι έβλεπαν ταινίες, όχι όμως σε πανί, αλλά τις παρακολουθούσαν από μέσα, οι ίδιοι αθέατοι, με τους πρωταγωνιστές να γυρνούν γύρω τους, να περνούν από δίπλα τους, στο τσακ ήταν μάλιστα κάποιες φορές να τους πατήσουν. Ή αυτοί οι φίλοι, την έπαιρναν μαζί τους στα βασίλεια των δικών τους φίλων. Με πόση ευχαρίστηση γνώριζε καινούργιους κόσμους, να σαν κι αυτόν που είχε δέντρα φτιαγμένα από δαντέλα και οι κάτοικοί του φορούσαν ρούχα μόνο ριγέ!

Απόψε, όμως, αυτό που είχε ανάγκη ήταν να βρεθεί λιγάκι μόνη στο βασίλειό της. Να μην αρπάξει κάποια σκέψη, από αυτές που κρέμονταν από τα κλαδιά των δέντρων, και να τη μασουλήσει, παρά να κάτσει στη ρίζα του πιο ψηλού δέντρου και να βυθιστεί στις σελίδες του βιβλίου της, που θα τη μεταφέρουν σε έναν κόσμο πιο αληθινό...