Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

It's a matter of ... "what if?"

Δεν ήξερε αν ήταν καλό ή κακό. Ούτε αν είχε κάποιο βαθύτερο "νόημα" να της αποκαλύψει. Και δεν την ένοιαζε κιόλας. Το γεγονός ήταν ότι κάτι την έπιανε τις Κυριακές τα βράδια... Κάτι αναμόχλευε η σκέψη της και τσουπ, τη στιγμή που ήταν πλέον πιο ξεκούραστη, αυτό το" κάτι" ερχόταν και της έριχνε ξεκάθαρο σκαμπίλι.

Αυτό συνέβη και εκείνο το κυριακάτικο βράδυ. Έφτιαξε ένα ζεστό ρόφημα να καλμάρει τις πρησμένες της αμυγδαλές, θρονιάστηκε αναπαυτικά στη γωνιά της στον καναπέ και έβαλε μια σειρά να παίξει, για να κλείσει αρμονικά τον κύκλο ηρεμίας του Σαββατοκύριακου. Δεν πρόλαβε, όμως, να δει πάνω από πέντε λεπτά και δυο λεξούλες ήρθαν και θρονιάστηκαν στη γωνιά του μυαλού της. Βολεύτηκαν με τη σειρά τους αναπαυτικά κι εκείνη την ξεβόλεψαν. What if... Ε ρε αυτό το καταραμένο το what if...

Δεν είχε περάσει καιρός από τότε που κάποιος της είπε ότι δεν υπάρχουν what ifs. Ότι αυτά είναι μόνο στο μυαλό μας. Ε, προφανώς! Το μυαλό μας είναι αυτό που επεξεργάζεται σενάρια που δεν έχουν υλοποιηθεί. Αυτό είναι που αναρωτιέται για επιλογές που δεν έγιναν και προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή η ίδια, αν σ' ένα και μόνο από τα μυριάδες σταυροδρόμια επέλεγε να πάρει τον άλλο δρόμο από αυτόν που εντέλει πήρε. Στο μυαλό μας ανατρέπονται οι επιλογές του παρελθόντος μας και χτίζονται εναλλακτικά παρόντα. Έσπευσε, λοιπόν, να συμφωνήσει. Τα what ifs δεν υπάρχουν έξω από το μυαλό μας. Η πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεται για υποθετικά σενάρια. Ούτε που θέλει να τα ακούσει - είναι κι αυτή ξεροκέφαλη, όπως θεωρητικά (αν πίστευε τις αστρολογικές κρίσεις και επικρίσεις) ήταν και η ίδια. Κάπου, όμως, μέσα της, και η δήλωση και η αβίαστη συμφωνία της σ'αυτήν, την έτρωγε. Κάτι δεν της κολλούσε. Κι αφού ολόκληρη την εβδομάδα εκείνη επέλεγε να αγνοήσει αυτό το "κάτι", ήρθε μόνο του βραδιάτικα να της κάνει βίζιτα. Αρμένικη.

Το πρόβλημά της δεν ήταν με τα παρελθοντολογικά what ifs. Ήταν ότι τόσο εκείνη όσο κι ο συνομιλητής της επέλεξαν να εστιάσουν σ'αυτά. Ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτά... Είναι κι εκείνα που άπτονται του παρόντος. Κι απ' τα οποία εξαρτάται το μέλλον. Δεν είναι μόνο "τι θα γινόταν, εάν...", είναι και "τι θα γίνει, εάν..". What if I choose this path over that - και η έμφαση πέφτει στον ενεστωτικό χρόνο του ρήματος. Αυτό που την έτρωγε, λοιπόν, είναι η εμμονή όλων -της ιδίας συμπεριλαμβανομένης- με το παρελθόν. Το "κόλλημα" του μυαλού σε μια πραγματικότητα που δεν δύναται να αλλάξει και η ταυτόχρονη αγκίλωσή του να μην αντιλαμβάνεται σε δεδομένες συνθήκες ότι υπάρχει και μια πραγματικότητα που μπορεί να αλλάξει. Για την ακρίβεια, όχι να αλλάξει, αλλά να γραφτεί εξαρχής. Είναι η πραγματικότητα που ξεκινά εδώ και τώρα. Κι εδώ τα what ifs είναι απτά, δεν είναι θεωρητικά. Γιατί από τις απαντήσεις σε αυτά, από την αντίδραση στο δικό τους ερέθισμα, θα εξαρτηθεί και τι θα περιλαμβάνει η μετέπειτα πραγματικότητα στις σελίδες της.

Τώρα που το σκεφτόταν, αυτό που την ενοχλούσε ήταν ότι και εκείνη και οι περισσότεροι γύρω της αντιλαμβάνονταν τη ζωή ως κάτι ρέον, αλλά την ίδια στιγμή την αντιμετώπιζαν ως κάτι στατικό. Βολεύονταν πίσω από σαρκασμούς -και αυτοσαρκασμούς-, της έδιναν μια νότα δράματος στην καλύτερη, μιζέριας στη χειρότερη, επιδείκνυαν σαν παράσημο την στωικότητά τους -πόσες φορές την είχε περιφέρει η ίδια αυτή τη στωικότητα, ούτε ο Επιτάφιος να ήταν...-, έστηναν στα 10 μέτρα τα what ifs για να βγάλουν πάνω τους τη χολή για τις επιλογές που δεν έκαναν και έκλειναν τα μάτια στις επιλογές που ανοίγονταν μπροστά τους. Καλύτερα να παίζουμε την τυφλόμυγα, παρά να κοιτάξουμε στα μάτια τα 10 διαφορετικά what ifs μας. Σωστά, γιατί μπορεί να είναι τα 10 φίδια που κρέμονται από τα κεφάλι της Μέδουσας κι αν τα κοιτάξουμε, ίσα που πετρώνουμε... Από φόβο. 

Είναι όντως καταραμένα τα what ifs. Είναι φορτωμένα με τόση αναστάτωση, θλίψη, πικρία, απογοήτευση, που κανένας δεν θέλει να τα κάνει παρέα. Τα φαντάστηκε στο μυαλό της να δακρύζουν για κάθε έναν που τους γυρνά επιδεικτικά την πλάτη. Να ετοιμάζονται να ανοίξουν το στόμα τους, σαν κάτι να θέλουν να πουν, αλλά να παραδίνονται τελικά και να μην λένε κουβέντα. Και όταν πλέον μένουν μόνα, να γυρίζουν και να ρωτάνε με παράπονο το ένα το άλλο "Μα γιατί κανείς δεν θέλει να μάθει ότι δεν κουβαλάμε μόνο αυτά; Πώς να τους πούμε ότι φέρουμε μέσα μας και τη ζωή που εκείνοι ονειρεύονται, όταν αρνούνται να μας ακούσουν; Τι το τρομακτικό έχει η όψη μας; Να τους φοβίζει άραγε η λέξη "επιλογές" που έχουμε tattoo στο μέτωπο; Δεν ξέρουν οι άνθρωποι ότι για όσες επιλογές δεν έκαναν, υπάρχουν τόσες και περισσότερες επιλογές μπροστά τους να διαλέξουν; What if οι άνθρωποι αποφάσιζαν πού και πού να αφήσουν την ασφάλεια αυτών που ξέρουν, για να δοκιμάσουν αυτά που φαντάζονται;...".



Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Dancing the pain away…

Είχε φτάσει στα όριά της. Το premenstrual syndrome αυτή τη φορά είχε αποφασίσει να παίξει ντραμς με τα νεύρα της -και μάλιστα με την ατάλαντη ορμή ενός εφήβου που πιάνει για πρώτη φορά μπαγκέτες στα χέρια του-, η παγωνιά της τρύπαγε το πετσί και σούβλιζε τα σωθικά της, οι συνάδελφοί της της έμοιαζαν γραφικοί στην καλύτερη, εκνευριστικοί δε, όταν συνειδητοποιούσε τον μονολιθισμό τους. Πλάσματα ογκώδη -στο μυαλό της- την έκαναν να νιώθει εκείνη ακόμα πιο μικρή απ’ ό,τι το φυσικό της μέγεθος και η γυναικεία ιδιότητά της την έκαναν να αισθάνεται ούτως ή άλλως σε ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο. Σε μια χώρα όμορφη μα κρύα. Σε ένα μέρος που δεν μιλούσε τη γλώσσα της. Ή που εκείνη δεν μιλούσε τη δική του.

Με το smartphone στο χέρι, χωμένη σε μια θέση του bus 31, άφηνε πίσω της τον έναν μετά τον άλλο τους δρόμους του Όσλο, ψάχνοντας τρόπους να «συνδεθεί» με πράγματα που της ήταν οικεία. Που χρησιμοποιούσαν τους ίδιους κώδικες με εκείνη. Που την έκαναν να αισθανθεί ασφάλεια, ώστε να χωθεί στην αγκαλιά τους. Να ξεχάσει τη φοβισμένη έφηβη που βγήκε πριν λίγο από τη σχολή χορού και να θυμηθεί ότι είναι η γυναίκα που αψήφησε τους φόβους της, προκειμένου να διερευνήσει τα όριά της. Να θυμηθεί ότι αυτή ακριβώς η ανάγκη της την έφερε σ’αυτή την όμορφη μα κρύα χώρα. Όταν πλέον οι Βρυξέλλες της έμοιαζαν μικρό χωριό. Και όταν το Λονδίνο της είχε δώσει ό,τι εκείνη μπορούσε να πάρει.

Μια κουβέντα ήταν όμως να το θυμηθεί… Κάπου μέσα στο μυαλό της πάσχιζε να προβληθεί αυτή η εικόνα του εαυτού της, αλλά ήταν λες και έβλεπε μόνο το περίβλημά του μέσα στην ομίχλη. Κι ήταν τόσο κουρασμένη ψυχικά, που δεν είχε κουράγιο να παραμερίσει την κουρτίνα που σχημάτιζαν τα υδροσωματίδια, να πλησιάσει αυτή τη «σκιά», να δει από κοντά τα χαρακτηριστικά της, να την αγγίξει ώστε να πειστεί ότι είναι αληθινή και όχι αποκύημα της φαντασίας της, να την πιάσει από το χέρι και να νιώσει τη θερμότητά της…

Μπήκε στο διαμέρισμά της ταλαιπωρημένη. Εκνευρισμένη. Με τους άλλους και με τον εαυτό της. Με αυτή την παραλυτική αίσθηση ότι είναι μόνη, παρόλο που η μοναξιά δεν υπήρχε ποτέ στο λεξιλόγιό της. Ή στην πραγματικότητά της - τόσο αυτή που έβλεπε όσο κι αυτή που ένιωθε. Συνδέθηκε ξανά στο διαδίκτυο. Από κάπου να πιαστεί… Είχε μήνυμα. Δηλαδή, όχι ακριβώς μήνυμα… Είχε ένα τραγούδι. Κανελλίδου; Τι μπορεί να πει η Κανελλίδου σ’ έναν άνθρωπο που θέλει να χορέψει στο σκοτάδι του Bruce Springsteen; Ή που ονειρεύεται να χορεύει με τον Jarvis Cocker αλά Disco 2000; Της κίνησε όμως της περιέργεια… Και το έβαλε να παίξει. Call me, Don’t be afraid, you can call me, Maybe it’s late, but just call me, Tell me and I’ll be around... την άκουσε να τραγουδά. Και δεν ήταν πια μόνη. Κι ας μην ήταν η Κανελλίδου… Petula Clark. Κι ας απείχε η ίδια χιλιόμετρα απ’ ό,τι αγαπούσε. Κι ας πάγωναν οι ανάσες στο Όσλο, κι ας την χώριζαν υδροσωματίδια από αυτό που είχε ανάγκη να θυμηθεί. Εκείνη τη στιγμή, όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Εκείνη τη στιγμή το σώμα της υπάκουσε στην -οριακά λεσβιακή- αγάπη που της ερχόταν από μακριά. Και στην αγάπη για τον εαυτό της. Για κάθε μικρό κομμάτι του, ακόμα και για την ανασφαλή και πεισμωμένη έφηβη που έκρυβε μέσα της - ή έβγαζε προς τα έξω.

Εκείνη τη στιγμή μπορούσε μόνο να χορέψει. Να χορέψει παρέα με την Κανελλίδου όλο τον πόνο away. Χωρίς άγχος, χωρίς τον ψυχαναγκασμό του «Τώρα. Τώρα πρέπει να πιάσω την “γυναίκα” από το χέρι. Τώρα πρέπει να θυμηθώ ότι είμαι αυτή η γυναίκα». Εκείνη, άλλωστε, δεν θα πήγαινε πουθενά. Θα ήταν εκεί και αύριο, σαν σκιά στην ομίχλη της ψυχής της, περιμένοντάς την καρτερικά, ώστε να συνεχίσουν μαζί να καταρρίπτουν τους φόβους τους…



Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Who would want to be an eccedentesiast?


Η μέρα είχε ξεκινήσει με μια νιφάδα χιονιού. Αυτή που έκατσε στη μύτη της μόλις βγήκε από το σπίτι, για να την κάνει να χαμογελάσει. Συνεχίστηκε με πολλές περισσότερες που έσκαγαν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου κι εκείνη άφηνε τα χέρια από το τιμόνι και τ’ άπλωνε τάχα μου για να τις αγγίξει. Και μετά ακόμα περισσότερες, που έμοιαζαν σαν να έχουν στήσει μανιασμένο χορό έξω από γραφείο της. Και κάποια στιγμή, οι νιφάδες εξαφανίστηκαν. Έτσι απλά, έπαψαν να την καλούν να μπει στον χορό τους. Κι ήταν σαν ξάφνου να σταμάτησε και η μουσική που τις κινητοποιούσε. Και η ίδια βούλιαξε στην απόλυτη ησυχία της σιωπής.

Τίποτα. Το μεγαλύτερο ψέμα που μπορεί στόμα να ξεστομίσει στην ερώτηση «τι έχεις;» ή στην εναλλακτική της: «τι συνέβη;». Κι όμως, αυτό το ψέμα αναπαράγουμε όλοι με μεγάλη ευκολία, όποιος κι αν είναι αυτός που μας ρωτά - μάνα, πατέρας, φίλος ή εραστής. Ποτέ δεν είναι… τίποτα. Πάντα είναι «κάτι». Κάτι είναι αυτό που κάνει τη διάθεσή μας να μεταστραφεί με τόση ευκολία κι απ’ τη χαρά να πέσουμε στη θλίψη. Δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό ή κάτι «μεγάλο». Μπορεί να είναι τόσο απλό όσο το ότι μας πνίγει ο στενός ορίζοντας ενός χώρου, γιατί το μάτι μας θέλει να «χαθεί» εκεί που ο ορίζοντας συναντά τη θάλασσα. Μπορεί να είναι μια εκούσια αντίδραση σε ένα ακουστικό ή οπτικό ερέθισμα. Ή ακόμα και μια ακούσια αντίδραση σε ένα τέτοιο ερέθισμα, που άθελά του έχει πάει κι έχει χτυπήσει καμπανάκι. Κι εσύ ακούς το καμπανάκι, αλλά αγνοείς -ή θέλεις να αγνοήσεις- από πού ακριβώς προέρχεται. Και γιατί ακριβώς χτυπάει. Όπως και να έχει, πάντα κάτι κρύβεται πίσω από το «τίποτα». Το πρόβλημά της δεν ήταν να το παραδεχτεί. Το «πρόβλημά» της ήταν αν έπρεπε να μοιραστεί αυτό το «κάτι» που είχε παραδεχτεί. Λάθος. Αν ήθελε να το μοιραστεί.

Πίσω στο σπίτι όπου μεγάλωσε. Γέλασε αναλογιζόμενη ότι κι εκείνη, όπως όλοι, ήταν η χαρά του ψυχολόγου. «Μίλησέ μου για τα παιδικά σου χρόνια…». Κι όμως, άδικο θα είχε να τη ρωτήσει; Αφού κι εκείνη εκεί αν-έτρεχε, όποτε αισθανόταν ανισόρροπη. Εν μέρει γιατί ήταν το ασφαλές της περιβάλλον. Κι εν μέρει γιατί ήταν η πηγή απ’ όπου ανέβλυσε, πριν κυλήσει παρακάτω για να φτιάξει τη δική της λιμνούλα. Η όποια ορμή της, από αυτή την πηγή καθορίστηκε.

Θυμήθηκε τον ευαίσθητο και υπεραναλυτικό πατέρα της, που όποτε δεν την έβλεπε καλά, την άρχιζε στις ερωτήσεις. «Τι σου συμβαίνει; Γιατί κλαις; Να το συζητήσουμε…». Κι όσο εκτιμούσε την προσπάθειά του, τόσο θύμωνε γιατί αυτή η προσπάθειά του απαιτούσε μια ανάλογη κι απ’ την ίδια, τη στιγμή που εκείνη δεν ήθελε να προσπαθήσει για τίποτα. Τη στιγμή που ήθελε απλώς να αφεθεί σ’ αυτό που αισθανόταν, χωρίς να χρειαστεί να το εκλογικεύσει προκειμένου να καταλήξει βεβιασμένα σ’ ένα «όλα περνάνε κι όλα θα πάνε καλά, ναι το ξέρω». Εκείνη ήθελε απλώς να το αφήσει να κάνει τον κύκλο του και να φτάσει αβίαστα όχι πλέον στο συμπέρασμα, αλλά στην πίστη ότι όλα θα πάνε καλά. Με τον πατέρα της, όμως, το «τίποτα» δεν έπιανε ποτέ. Το «δεν θέλω να συζητήσω» δε, θα ισοδυναμούσε με σενάρια καταστροφής. Έτσι εκπαίδευσε εαυτόν να πατάει κουμπάκι κι ενώ πνιγόταν στη θλίψη ή από τα υπόκωφα δάκρυα, το πρόσωπό της φορούσε το καλό της χαμόγελο. Θα έκανε οτιδήποτε, αρκεί να μη χρειαζόταν να συζητήσει αυτό που δεν ήθελε να συζητήσει. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Μικρό ή μεγάλο. Σημαντικό ή ασήμαντο.

Θυμήθηκε και τη μητέρα της. Που ήταν το άλλο άκρο. Εκείνη δεν την πίεζε να συζητήσει. Η μητέρα της εκείνα τα χρόνια, δεν συζητούσε ούτε η ίδια. Σε αντίθεση με τον πατέρα της που ήταν ανοιχτό βιβλίο, η μητέρα της ήταν το πιο ερμητικά κλεισμένο στρείδι. Με κάτι σαν δυσανεξία στην εκδήλωση συναισθημάτων. Πέρασαν πολλά χρόνια για να δει τον πλούτο των συναισθημάτων της μάνας της, να τα νιώσει να την αγκαλιάζουν, να αναγνωρίσει σ’ αυτά μέρος μεγάλο των δικών της. Μέχρι τότε, όμως, χαμόγελο κι εδώ... Το ανώδυνο χαμόγελο.

Είχε χαμογελάσει τόσο πολύ στη ζωή της, που κάποιες φορές πλέον τα χείλη της έκαναν αυτόματα την κίνηση - κι ας μην υπήρχε «υποστήριξη» από πίσω. Δεν το ήθελε, όμως, πια αυτό… Ήθελε να μη χρειάζεται να κρύβεται πίσω από χαμόγελα. Ήθελε να απελευθερωθεί από τα χαμόγελα. Να μπορεί να γελάσει δυνατά αν το νιώθει. Και να κλάψει αν το χρειάζεται. Να μείνει αμίλητη αν δεν έχει κάτι να πει. Και σιωπηλή αν δεν θέλει να διαταράξει την ευεργετική ησυχία της σιωπής. Ήθελε να έχει δικαίωμα στη θλίψη που εκούσια ή ακούσια της έχει προκαλέσει ένα ακουστικό ή οπτικό ερέθισμα. Ήθελε να έχει τον χώρο να είναι ο εαυτός της. Και να παίρνει τον χρόνο που χρειάζεται ο εαυτός της για να καταλήξει στην πίστη ότι όλα θα πάνε καλά. Χωρίς να εκβιάσει αυτό το συμπέρασμα σε μία συζήτηση με οποιονδήποτε - πατέρα, μάνα, φίλο ή εραστή.

Είχε ανάγκη να γίνει πιο αληθινή. Να μην χρειάζεται να απαντάει «τίποτα». Να έχει δικαίωμα να μην απαντήσει τίποτα, μέχρι να νιώσει έτοιμη -κι ως εκ τούτου να θελήσει- να μοιραστεί το «κάτι». Εξάλλου, τα κουμπάκια της είχαν αρχίσει να βγαίνουν νοκ άουτ από την πολλή χρήση τόσα χρόνια. Και να ήθελε, δεν μπορούσε να βασίζεται σ’ αυτά - ούτως ή άλλως, κάτι μέσα της της έλεγε ότι δεν τα είχε πια τόσο ανάγκη… 


Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Start at the beginning


Στο σπίτι όπου μεγάλωσε, η θλίψη δεν είχε θέση. Ούτε οι καβγάδες. Στο σπίτι όπου μεγάλωσε, τα συναισθήματα υπηρετούσαν την ασφάλεια του «όλα βαίνουν καλώς». Τώρα που είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να μένει σε δικό της σπίτι, αναρωτιόταν αν αυτό το «όλα βαίνουν καλώς» ήταν επίπλαστο. Αν η ηρεμία είχε πλέξει με τόσο σφιχτές βελονιές ένα πέπλο, που είχε καλύψει πολύ καλά καθετί που «ξέφευγε» από τη νόρμα τους, ώστε να μπορούν όλοι απενοχοποιημένα να το αγνοούν. Ήταν άραγε έτσι; Ή η νόρμα τους είχε επίσης υφανθεί τόσο σφιχτά, που σπάνια στην πραγματικότητα «πετούσε» κλωστούλα; Και σ’ αυτήν ακόμα την περίπτωση, η ατίθαση κλωστούλα μπορούσε να κοπεί με το ψαλιδάκι, χωρίς να αρχίσει να ξηλώνεται το υπόλοιπο υφαντό τους;

Τον τελευταίο χρόνο ερχόταν συχνά αντιμέτωπη με την έννοια του «perception». Δεν ήταν κάτι καινούργιο. Πολλές φορές στη ζωή της είχε κλάψει από απελπισία επειδή οι άλλοι, οι οποιοιδήποτε άλλοι, δεν την καταλάβαιναν. Ή έτσι νόμιζε. Στην πραγματικότητα, απλώς η οπτική τους διέφερε από τη δική της. Άλλες φορές τους χώριζε ρυάκι, κι άλλες το Γκραν Κάνυον. Της πήρε πολλά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι δεν όφειλε κανείς να υποταχτεί στη δική της οπτική - κατάλοιπα του να μεγαλώνεις ως μοναχοπαίδι. Κι ότι, αντίστοιχα, ούτε κι εκείνη όφειλε να υποταχτεί στη δική τους, μόνο και μόνο για να αποφύγει αντιπαραθέσεις, στη διαχείριση των οποίων ήταν άμαθη - το σπίτι όπου μεγάλωσε... Έμαθε προοδευτικά να χρησιμοποιεί το «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Τον τελευταίο χρόνο, όμως, κι αυτό είχε αρχίσει να χωλαίνει στο μυαλό της. Πόσες φορές μπορείς να συμφωνήσεις ότι διαφωνείς με κάποιον; Πόσες φορές η οπτική σας μπορεί να αποκλίνει; Πόσες φορές αυτή η διαφορετική οπτική μπορεί να δημιουργήσει χάσμα στην επικοινωνία; Και κυρίως, μετά από πόσες τέτοιες φορές πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι είναι τελικά περισσότερα αυτά που σε χωρίζουν από αυτά που σε δένουν με κάποιον; Κι όταν ακόμα το συνειδητοποιήσεις, πού θα σταθείς, στην ποσότητα αυτών που σας χωρίζουν ή στην ποιότητα αυτών που σας δένουν;

“…What happens is of little significance compared with the stories we tell ourselves about what happens. Events matter little, only stories of events affect us, είχε διαβάσει πρόσφατα κάπου. Και μάλλον είχε έρθει η ώρα να γράψει αυτά τα stories, να τα «ακούσει» κι η ίδια, αν ήθελε να αποκωδικοποιήσει επιτέλους την τάξη που φώλιαζε μέσα στο χάος… Τα stories τα δικά της, αλλά κι εκείνα των άλλων. Ήταν πάντα μοναχοπαίδι, αλλά δεν ήταν ποτέ μόνη. Και τα perceptions των άλλων ήταν τόσο σημαντικά για τη ζωή της όσο και τα δικά της. Πάντα ήταν. Ακόμα κι όταν συμφωνούσε ότι διαφωνούσε. Τώρα πια το ήξερε. Κι ήταν πλέον έτοιμη ν’ αρχίσει…