Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Blast from the past #2 (September 12, 2012)

Μπαίνεις σε ένα ανθοπωλείο, για να πάρεις λουλούδια στη φίλη σου που γιορτάζει. Κι ένα ακόμα για τον άνθρωπό σου, να μη ζηλεύει που έχεις αδυναμία στη φιλενάδα σου. Το παλικάρι που σου ετοιμάζει την ανθοδέσμη, έχει εκτεθειμένα στα χέρια του αρκετά τατουάζ. Εσύ μόλις έχεις κάνει το πρώτο σου κι είσαι ακόμα υπό την επήρεια της εμπειρίας. Τον ρωτάς, «πόσα έχεις»; Φεύγεις μισή ώρα αργότερα, αφού έχεις μάθει ό,τι μπορούσε εκείνος να σου χωρέσει σε τόση ώρα για τη σχέση των εξωγήινων με τον ελληνισμό. Κι αφού η γάτα του έχει φέρει 35 βόλτες τη γάμπα σου.

Πλένεις τα χέρια σου στις τουαλέτες ενός μπαρ και σηκώνοντας το κεφάλι, βλέπεις από τον καθρέφτη την κοπέλα πίσω σου να σου χαμογελά. «Πω πω, πόσα μπάνια έχεις ήδη κάνει;», έχει βγει η ερώτηση από το στόμα σου, χωρίς να προλάβεις καν να το σκεφτείς, ζηλεύοντας το σοκολατένιο χρώμα της. Χρώμα που εσύ δεν αποκτούσες ούτε αν τηγανιζόσουν όλο το καλοκαίρι στις παραλίες. Βγαίνεις από τις τουαλέτες δέκα λεπτά αργότερα, αφού έχεις μάθει τα πάντα για το καλοκαίρι της, τις διακοπές της, τις αγαπημένες χαλαρωτικές ενασχολήσεις. Χωρίς να έχεις μάθει το όνομά της.

Το μυαλό σου πηδάει στον χρόνο, σε κάτι άλλες τουαλέτες, πιο μίζερες, πιο βρώμικες, σε ένα ρεμπετάδικο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί που είδες μια κυρία να κλαίει και τη μάσκαρα να έχει μουτζουρώσει όλο της το πρόσωπο. Ήσουν πιωμένη. Ήσουν κάτι παραπάνω από πιωμένη, ίσα που στεκόσουν. Δεν μπορούσες να τη ρωτήσεις γιατί κλαίει. Το μυαλό σου δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τις πληροφορίες. Μπορούσες, όμως, να την αγγίξεις στον ώμο, να της χαμογελάσεις και να της πεις την επομένη φορά να πάρει αδιάβροχη μάσκαρα, για να κλαίει όσο θέλει και χωρίς άγχος. Αυτό έκανες. Έπειτα έκανες εμετό και γύρισες πίσω στο τραπέζι σου, ζητώντας να σου βάλουν άλλο ένα ποτήρι κρασί.

Ρώτησες, ωστόσο, μία άλλη κυρία γιατί κλαίει. Κι αυτή στην Θεσσαλονίκη. Αυτή η πόλη, φαίνεται, ήταν πιο βροχερή από τον τόπο όπου μεγάλωσες. Κι οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει τις στάλες, ακόμα κι αυτές που έπεφταν από τα μάτια τους. Τη ρώτησες αν μπορείς να τη βοηθήσεις κάπως. Ρούφηξε τη μύτη της και απέστρεψε το βλέμμα, σιγομουρμουρίζοντας ένα δειλό «όχι». Δεν ήθελε τη βοήθειά σου. Ούτε την προσοχή σου. Έφυγες.

Γυρίζεις στο παρόν. Σ’ αυτό το επαγγελματικό τηλεφώνημα που κράτησε 20 λεπτά. Το «επαγγελματικό» κράτησε δύο, το τηλεφώνημα διήρκεσε 20. Ήταν που κι οι δύο θέλατε να μιλήσετε για το πόσο ανάγκη έχουν οι άνθρωποι να μιλήσουν. Αρκεί να νιώσουν ότι είναι αυθεντικό το ενδιαφέρον των συνομιλητών τους να ακούσουν. Μιλήσατε για τις στιγμές απομόνωσης και πόσο πολύτιμες είναι. Συμφωνήσατε ότι σας κουράζουν οι επαφές που πρέπει να είναι «κάπως». Ή που είναι «κάπως» γιατί οι εν λόγω άνθρωποι είναι «κάπως». Συμφωνήσατε για τη σοφία που κρύβεται στην απλότητα. Και κλείσατε το τηλέφωνο, ευχόμενες να τα πείτε σύντομα κι από κοντά. Δεν έχει σημασία αν θα γίνει.

Πας σε μια θεατρική παράσταση. Και σου συστήνουν στο τέλος έναν από τους πρωταγωνιστές. Κι αυτός που σου τον συστήνει, του λέει γελώντας ότι εσένα δεν σου αρέσει το θέατρο. Δεν σου αρέσει, γιατί σε αγχώνει, γιατί αισθάνεσαι ότι είναι επώδυνο αυτό που κάνουν οι ηθοποιοί και θέλεις να φύγεις τρέχοντας για να μην υπομένεις τον πόνο τους. Ντράπηκες που του το είπε. Αισθάνθηκες σαν μικρό κοριτσάκι, που όλοι οι άλλοι έχουν κοινό κώδικα κι εσύ μόνο δεν τον καταλαβαίνεις. Τελικά, δεν έπρεπε να ντραπείς. Γιατί ο άμεσος ενδιαφερόμενος σε κοίταξε γλυκά, τρυφερά, και σου είπε να μην στεναχωριέσαι γι’ αυτούς. Ότι αυτό είναι που τους «τρέφει». Ότι χωρίς αυτό, δεν θα ήξεραν ποιοι είναι. Και πάλι κοριτσάκι αισθάνθηκες. Αλλά τώρα ήσουν περήφανη που ήσουν κοριτσάκι.

Συνέχισες τη βραδιά σου σε ένα μπαρ του κέντρου, για ποτό. Εσένα και τη φίλη σου ακολούθησε μία δική της φίλη, κάποια που είχες δει για δέκα μόλις λεπτά άλλη μια φορά στο παρελθόν. Μιλούσαν μεταξύ τους κι εσύ άκουγες. Κουνιόσουν με τον ρυθμό και δεν χρειαζόσουν να μιλήσεις. Αλλά η νέα «φίλη», ξαφνικά γύρισε προς το μέρος σου, σε κοίταξε με μάτια που ακτινοβολούσαν και σε ρώτησε εσύ τι κάνεις. Εσύ τι έχεις να πεις. Δεν είχες να πεις πολλά. Είπαμε, δεν χρειαζόσουν να μιλήσεις. Κι εκείνη χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι της κι άρχισε να σου χαϊδεύει την πλάτη. Το χάδι της οικειότητας μεταξύ δυο, σχεδόν, ξένων. Χάρηκες.

Ξαναπήγες στο ίδιο μπαρ. Η σερβιτόρα σε αγκάλιασε μόλις σε είδε, σε φίλησε και σου είπε «μας λείψατε». Το κάνει με όλους, το ξέρεις. Δεν σε νοιάζει που δεν το κάνει μόνο μ’ εσένα. Ευτυχώς, το κάνει με όλους! Ωραία τα μπαρ που σε υποδέχονται με φιλί και αγκαλιά…

Έτρωγες με τη φιλενάδα σου και την ανθοδέσμη που της είχες πάρει. Και σε ρώτησε «τον ξέρεις;», αναφερόμενη στον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη στον οποίο δευτερόλεπτα πριν είχες απαντήσει «κι αυτή αμόρε είναι», όταν σου σχολίασε πως νόμιζε ότι περίμενες ένα αμόρε. Νόμιζες ότι η ερώτηση της φιλενάδας σου αφορούσε την απάντησή σου. Αλλά όχι, ήταν για το γεγονός ότι, προφανώς, εκείνος, όταν σας μίλαγε, σου άγγιζε τον ώμο. Ούτε που το είχες καταλάβει. Μάλλον σου ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί κι ο εγκέφαλος ούτε που μπήκε στη διαδικασία να το επεξεργαστεί.

Ήταν ο δεύτερος ηλικιωμένος μέσα σε λίγες μέρες. Ο προηγούμενος ήταν ένας σεφ, που μίλαγε για την ευωδιά του φαγητού με το ίδιο πάθος που μιλούσε για το άρωμα μιας γυναίκας όταν μπαίνει σ’ έναν χώρο και κάνει το κεφάλι σου να γυρίζει. Και ο οποίος μετά γέλασε, όταν εσύ του είπες για την προφορά του. Πόσο ωραίος ήταν αυτός ο συνδυασμός γαλλικής νότας και βρετανικής «καθαρότητας». Και σου είπε ότι ήταν το καλύτερο κοπλιμέντο που έχει ακούσει τα τελευταία χρόνια. Κι ότι, όταν θα γυρνούσε σπίτι του, θα έσπευδε να το μοιραστεί με τη γυναίκα του. Και έπειτα σε ρώτησε αν μπορεί να σε αγκαλιάσει. Και σ’ ευχαρίστησε.

Όπως σ’ ευχαρίστησε και αυτό το γράμμα… Η χειρόγραφη επιστολή που έστειλε μια στρουμπουλή κυρία στο γραφείο. Αυτή η επιστολή στην οποία είχε ζωγραφίσει λουλουδάκια. Και με την οποία έστελνε αγάπη και εκτίμηση.

Ή τα άλλα γράμματα που εσύ είχες ξεχάσει ότι είχες γράψει. Έχεις γράψει άλλωστε πολλά. Πού να θυμάσαι τα δύο που έστειλες, όταν είναι τόσα αυτά που δεν έστειλες. Αλλά να που εμφανίστηκε κάποιος από το παρελθόν, για να σου τα θυμίσει. Για να σου πει πώς ο συναισθηματικός σου κόσμος εκφράζεται μέσα από τη γραφή. Πώς πάντα εκφραζόταν. Πώς, τότε, εκφράστηκε σ’ εκείνον. Και να σου πει ότι ο συναισθηματικός σου κόσμος, είναι θησαυρός. Κι ότι είναι χαρούμενος που 15 χρόνια μετά, βλέπει να τον κρατάς καλά φυλαγμένο.

Κι εσύ εξακολουθείς να γράφεις. Να καταγράφεις αυτές τις μικρές και μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας, που δεν είναι ότι σου κάνουν εντύπωση. Απλά, σου αρέσουν. Σου αρέσουν γιατί επιβεβαιώνουν την πίστη σου στους ανθρώπους. Δεν την είχες χάσει ποτέ. Αλλά δεν βλάπτει κιόλας να σου δίνουν αφορμές να το θυμάσαι. Γιατί κι αυτή η πίστη, σου είναι κάτι φυσιολογικό. Κι ο εγκέφαλος δεν έχει ανάγκη να την επεξεργάζεται. Απλώς την απολαμβάνει.

Και γράφεις, γράφεις, γράφεις… Γράφεις γιατί είσαι γεμάτη. Γεμάτη από εικόνες και συναισθήματα. Και κάπου πρέπει να τα προβάλεις, να τα δεις να γίνονται motion picture, να αποκτούν διάσταση στον χώρο, στον χρόνο και στο σύνολο των αισθήσεών σου. Γιατί πρέπει να τα βάλεις σε ένα framework που να γίνεται κατανοητό κι απ’ τους άλλους. Μόνο όταν γράφεις γίνεσαι κατανοητή. Όταν μιλάς είσαι ανισσόροπη και δεν ξέρει κανείς από ποια πλευρά της βάρκας πρέπει να σπεύσει, για να κρατήσει κόντρα και να μην μπατάρει. Πρέπει να γράψεις για τον φόβο σου να γίνεις πολεμική ανταποκρίτρια, να γράψεις για τα ταξίδια που ονειρευόσουν να κάνεις, για τις σκηνές που ήταν όλες μονόλογος και δεν τις ερμήνευσες ποτέ, για τις προσδοκίες που ποτέ δεν είχες από τον εαυτό σου, γιατί εσύ πάντα τις έλεγες όνειρα, για τη ζωή που υπήρχε μέσα στο κεφάλι σου και ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Ναι, για όλα αυτά πρέπει να γράψεις.

Κι όμως δεν γράφεις γι’ αυτά. Δεν σε ενδιαφέρουν τελικά όλα αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν. Αυτά που θα μπορούσες να γίνεις και δεν έγινες. Ακούς ξανά και ξανά το More than this των Roxy Music και λες κι εσύ, όχι, more than this, there is nothing. Και το «διαβάζεις» όπως εσύ θες. Σου «λέει» ότι δεν υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό, γιατί εσύ δεν θέλεις κάτι περισσότερο από αυτό. Εσύ θες μόνο να ζεις. Την κάθε μέρα. Μ’ αυτές τις μικρές και μεγάλες στιγμές. Με τα αγγίγματα και τα «σ’ ευχαριστώ». Με την αγάπη που γεμίζει τα πνευμόνια σου οξυγόνο και σε κάνει πιο δυνατή κι από υπερήρωα της Marvel. Με την πίστη στους ανθρώπους που συνεχίζουν να μη σε εκπλήσσουν δυσάρεστα. Τουλάχιστον, αυτοί που βλέπεις, αυτοί που εσύ γνωρίζεις μόλις τώρα. Κι αυτοί που ήδη ξέρεις. Και που είναι ο μισός σου εαυτός. Άλλοι μικρότερα κι άλλοι μεγαλύτερα κομμάτια του. 



PMS, όπως λέμε A Christmas Carol

Ανάκατες οι σκέψεις. Ανάκατες. Φανταζόταν τον εαυτό της με μια σφυρίχτρα στο στόμα, να ξεπατώνεται φυσώντας μπας και την υπακούσουν και μπουν σε μια σειρά, αλλά αυτές, ατίθασες, της έβγαζαν τη γλώσσα και χοροπηδούσαν. Ακατάσχετα. Ακανόνιστα. Έκαναν γκελ αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω. Eκεί που τις έπιανε το βλέμμα της, εκεί χάνονταν κιόλας από το οπτικό της πεδίο.

Ήταν κουρασμένη. Επ' αυτού, ουδεμία αμφιβολία. Της έλειπε ύπνος. Κι αυτό γεγονός. Είχε μπουχτίσει. Το ήξερε. Το ήξερε;... Ή ήταν πάλι οι ορμόνες που όρθωναν τον παραληρηματικό τους λόγο και καπέλωναν τον λογισμό;

Συστήθηκε με την περίοδο στα 11 της χρόνια. Εκείνη φορούσε ένα χοντρό παντελόνι με πολύχρωμα λουλούδια και ασορτί, φυσικά, μπλούζα - η μαμά της φρόντιζε ακόμα για τις ενδυματολογικές της επιλογές. Η περίοδος πάλι, φαν της μονοχρωμίας. Με ένα κόκκινο σύνολο, που έβγαζε μάτι από χιλιόμετρα. Αυτηνής η μάνα είχε πάψει, φαίνεται, να τη βλέπει ως κοριτσάκι και δεν την υποχρέωνε να ντύνεται σαν ψυχεδελικό λιβάδι.

Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αν το μυαλό της δούλευε τότε, όπως δούλευε τώρα, 22 χρόνια μετά, θα έβλεπε την περίοδο σαν τις κόκκινες μπάλες και τον εαυτό της σαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Και θα συνδύαζε τη γνωριμία τους με τα βράδια που ξάπλωνε στο χαλί του σαλονιού, όταν πλέον όλοι είχαν κοιμηθεί, κι εκείνη χάζευε ευτυχισμένη τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν. Και τις μπάλες να γυαλίζουν και να εξαφανίζονται, και να ξαναγυαλίζουν και να ξαναεξαφανίζονται... Κι ίσως έτσι, να γινόντουσαν οι καλύτερες φίλες.

Το μυαλό της, όμως, τότε, δεν ήταν έτοιμο για τέτοιες συνδέσεις. Αντ' αυτού, αποσυνδέθηκε πλήρως. Διχάστηκε ανάμεσα στη φωνή της μάνας της που της έλεγε "τώρα γίνεσαι γυναίκα" και στη δική της φωνή που μέσα στο κεφάλι της αναρωτιόταν "τι παιχνίδι θα πάρω δώρο για τα Χριστούγεννα;. Κοίτα να δεις, σκέφτηκε, 22 χρόνια έχουν περάσει κι αυτός ο διχασμός δεν μ' έχει βαρεθεί ακόμα ώστε να με παρατήσει. Επίμονος εραστής... Ή ίσως και εγωιστής. Απ' αυτούς που όταν νιώθουν ότι σε χάνουν, όταν βλέπουν ότι συνειδητοποιείς πως μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτούς, τότε θυμούνται να πουν όλες τις σωστές λέξεις για να σε κάνουν να μείνεις. Και να σε πείσουν ότι χωρίς αυτούς, δεν ζεις. Απ' αυτούς που σε μανιπουλάρουν τόσο επιδέξια, ώστε να σου γίνουν απαραίτητοι ενώ δεν είναι. Αλλά εντέλει σου γίνονται. Ενώ για εκείνους δεν είσαι.

Ανάκατες οι σκέψεις. Ανάκατες. Θυμήθηκε τη Μυρτώ. Που ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερή της και έμενε στην απέναντι μονοκατοικία. Και ανακάλεσε στη μνήμη της εκείνη τη μέρα που έπαιζαν στο χωλ του σπιτιού της με βώλους, την ώρα που ο πατέρας της γύριζε από τη δουλειά. Δεν θυμόταν όμως πώς και γιατί βρέθηκε να λέει στον μπαμπά της Μυρτούς ότι στην εφημερίδα έγραφε για ένα κορίτσι που ήταν 11 χρονών και έγκυος σε δίδυμα. Τι θα μπορούσε να την είχε κάνει να το πει αυτό; Και γιατί αυτό είχε κάνει εκείνον τόσο έξαλλο, ώστε να ωρύεται στην κουζίνα, πίσω από την κλειστή πόρτα, στη γυναίκα του; Και πώς εκείνη νόμιζε ότι θα μπορούσε να μη γίνει αντιληπτή που κρυφάκουγε, κολλημένη πάνω σ' αυτήν ακριβώς την κλειστή πόρτα, εφόσον, παλιά μονοκατοικία γαρ, η πόρτα ήταν κατά το ήμισυ από θολό τζάμι; Τόσα χρόνια μετά και αναβίωσε την ντροπή που είχε νιώσει. Χωρίς να ξέρει γιατί την είχε νιώσει. Ξέροντας μόνο ότι είχε αναπαραγάγει είδηση της εφημερίδας, για ένα κορίτσι που ήταν έγκυος ενώ ήταν 11 χρονών. Κι ότι αυτό το κορίτσι είχε την ίδια ηλικία μ' εκείνη όταν συστήθηκε με την περίοδο. Αλλά χωρίς να ξέρει τότε ότι περίοδος και εγκυμοσύνη συνδέονται με κάποιον τρόπο. Ή τι εννούσε η μητέρα της όταν έλεγε "τώρα γίνεσαι γυναίκα".


Γυναίκα... Αναρωτήθηκε αν θα πέθαινε αγκαλιά με τον επίμονο, εγωιστή εραστή της. Ογδόντα χρονών, ζαρωμένη μεν, φορώντας ψυχεδελικά λιβάδια δε. Ή αν θα κατάφερνε μια μέρα, σύντομα ή και λίγο αργότερα, να βάλει ένα κόκκινο φόρεμα, απ' αυτά που βγάζουν μάτι από χιλιόμετρα, κι εκεί που θα περπατάνε αγκαζέ στον δρόμο, να σταματήσει, να πάρει τις γόβες της χέρι και να αρχίσει να τρέχει μακριά του, γιατί μόλις της είπε τις σωστές λέξεις ώστε η ίδια να μη θέλει πια να μείνει.

Περίεργες διαδρομές... Αυτές που κάνουν οι ορμόνες ντε, όταν πιάνουν το τιμόνι στα χέρια τους. Σαν τα φαντάσματα του Εμπενίζερ Σκρουτζ σε πάνε μια στο παρελθόν, μια σε επαναφέρουν στο παρόν και μια σε διακτινίζουν στο μέλλον. Και φέρνουν τα Χριστούγεννα μια ανάσα από το Πάσχα, εκμηδενίζοντας τις χρονικές αποστάσεις.

Ήταν κουρασμένη. Και της έλειπε ύπνος. Βουλώστε το ορμόνες. Δεν μπούχτισα ακόμα.