Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Το κουτάβι μες στη γάτα

Το μυαλό της ταξίδεψε στο 1996. Τότε που στη ζωή της υπήρχε μία Όλγα. Η φίλη της η Όλγα. Αναλογίστηκε αυτή τη φιλία που δεν έμοιαζε με καμία άλλη μέχρι σήμερα. Δημιουργήθηκε ξαφνικά -δεν θυμόταν καν πώς και γιατί- αναπτύχθηκε ακολουθώντας μια πορεία διαφορετική από τις υπόλοιπες και έληξε εξίσου ξαφνικά όπως ξεκίνησε. Αλλά και με μια φυσικότητα που δεν την προβλημάτισε ποτέ. Ήταν σίγουρη πως ούτε και την Όλγα θα προβλημάτισε.

Δεν είναι πως δεν έλεγαν τα γκομενικά τους, όπως και με τις υπόλοιπες φίλες της. Ούτε πως δεν χασκογελούσαν με κάποια βλακεία. Ή πως δεν είχαν κλάψει μαζί, πως δεν είχαν αναλύσει οικογενειακές σχέσεις, κοινωνικούς ή προσωπικούς προβληματισμούς και συναισθήματα. Αλλά με την Όλγα είχε γίνει ακριβώς αυτό: Είχαν αναλύσει συναισθήματα. Δεν τα είχαν μοιραστεί. Συμπαθούσαν, εκτιμούσαν, εμπιστεύονταν η μία την άλλη, υπό μία έννοια αγαπούσαν η μία την άλλη, αλλά η σχέση τους ήταν πρωτίστως εγκεφαλική. Ήταν κυρίως εγκεφαλική. Συζητούσαν για ιδέες - και ιδεολογίες. Διάβαζαν μαζί τον Αντίχριστο του Νίτσε και έπιαναν παθιασμένους διαλόγους για τον Άνθρωπο. Αλλά το πάθος τους έμοιαζε με αυτό επιστημονικού ερευνητή που παρατηρεί τα πειραματόζωά του στο εργαστήριο. Συζητούσαν σαν εξωτερικοί παρατηρητές και μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Υπήρχε κάτι αποστειρωμένο στην προσέγγισή τους. Δεν είχε τόσο ψυχή αυτή όσο λογικές αλληλουχίες.

Όταν μίλησαν τελευταία φορά, 2-3 χρόνια από τότε που μίλησαν για πρώτη φορά, η Όλγα ξεκινούσε τις σπουδές ιατρικής της. Κι εκείνη, αντίστοιχα, δημοσιογραφίας. Η Όλγα της είπε για κάτι σεμινάρια φωτογραφίας που έκανε. Και για το πώς πρόσφατα μία τύπισσα τής εξήγησε ότι πρέπει να κινείς τα βλέφαρα ώστε να κάτσει καλύτερα η μάσκαρα πάνω στις βλεφαρίδες. Εκείνη της είπε για τον πρώτο της έρωτα και πως συμπτωματικά θα σπούδαζαν στην ίδια πόλη, και της εξέθεσε τους προβληματισμούς της για το γεγονός αυτό. Και έκλεισαν το τηλέφωνο, με μια "υπόσχεση" να αιωρείται ότι... θα τα ξαναπούμε - αύριο, μεθαύριο, σε τρεις μήνες, δεν έχει σημασία πότε, αλλά θα τα ξαναπούμε. Δεν αποχαιρετίστηκαν σαν να πρόκειται να μην ξαναμιλήσουν. Είχαν περάσει 15 χρόνια. Και δεν είχαν ξαναμιλήσει. 

Δεν υπήρξε κανένα παράπονο, κανένα δράμα, καμία διεκδίκηση, καμία ενοχή. Στην ίδια δεν έλειψε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια η Όλγα. Δεν την αναζήτησε ποτέ. Τη θυμόταν σπάνια, αλλά σε κάθε περίπτωση με ευχαρίστηση. Όχι όμως και με τρυφερότητα, αγάπη ή αντίστοιχα, πικρία και θλίψη. Φανταζόταν δε, ότι αν κάποια στιγμή την πετύχαινε κάπου τυχαία στον δρόμο, αν είχαν χρόνο θα έμπαιναν στο πρώτο καφέ που θα έβρισκαν μπροστά τους και θα αντάλλασσαν το πού είχαν καταλήξει έπειτα από τόσο χρόνια όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Γενικά. Όχι τις δικές τους σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Για το πώς έβλεπαν τον Άνθρωπο και όχι τους ανθρώπους τους. Και μετά θα χωρίζονταν με χειραψία, όχι με αγκαλιά. Παρ' όλα αυτά, με ευχαρίστηση.

Η Όλγα ήταν για κείνη ο ταξιδευτής που έφτασε στη ζωή της κι έμεινε για λίγο να την εξερευνήσει, να μοιραστεί τη γνώση που αποκόμισε στους προηγούμενους προορισμούς της, και μετά κίνησε -όπως ήταν προδιαγεγραμμένο- για τον επόμενο. Δεν μπορούσε να ξέρει τι ήταν εκείνη για την Όλγα, αλλά δεν θα την εξέπληττε αν άκουγε κάτι αντίστοιχο. Αυτό, άλλωστε, αισθανόταν η ίδια, σαν να είχε κάνει μια στάση 2-3 χρόνων στην "πόλη" Όλγα.

Αυτή η "σχέση" υπήρξε η πιο εύκολη της ζωής της. Η πιο fluent. Ένιωθε, όμως, ότι της άρμοζαν και πλήρως τα εισαγωγικά. Χωρίς συναισθηματική επένδυση, νοείται σχέση; Χωρίς να σε νοιάζει αν θα υπάρχει "αύριο"; Είναι σχέση μια αλληλουχία από αποστασιοποιημένα "σήμερα", που απλώς κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο αρμονικά και ήσυχα, αλλά δεν αγγίζονται καν μεταξύ τους - να κρατιούνται από το χέρι, φτιάχνοντας μια αλυσίδα δε, ούτε λόγος;

Θυμήθηκε σήμερα την Όλγα, γιατί έπεσε πάνω σε μια μεγάλη αντίφαση του εαυτού της. Συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος που έχει περάσει τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του -όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή του μέχρι σήμερα- δεσμευμένος, είναι ο ίδιος άνθρωπος που φοβάται τη δέσμευση περισσότερο απ' ό,τι ο διάβολος το λιβάνι. Σήμερα κατάλαβε γιατί αγαπάει τόσο τα σκυλιά. Επειδή άπαξ και δεθούν με έναν άνθρωπο, είναι δοτικά άνευ όρων. Ενώ εκείνη φέρεται σαν γατί. Είναι χαδιάρα, ναζιάρα, γουργουρίζει από ευχαρίστηση, χώνεται σε αγκαλιές και τρίβεται, αλλά κουβαλά και μια υπεροψία, μια ευκολία στη συναισθηματική αποστασιοποίηση και κυρίως, ενστικτωδώς βγάζει νύχια απέναντι σε κάθε τι που τη φοβίζει...

Αυτό που φοβόταν, λοιπόν, περισσότερο ήταν το κουτάβι που άκουγε να γαβγίζει παιχνιδιάρικα μέσα της. Αυτό που ποθούσε όσο τίποτα άλλο να αφεθεί στα συναισθήματά του άνευ όρων. Έμενε μόνο να ξεριζώσει τα νύχια της για να μην το σφαγιάσει...


Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Από την απόφαση στην πράξη... κάτι χρόνια δρόμος

Πώς να πείσεις για την αλήθεια σου όταν δεν μπορείς να την τεκμηριώσεις; But then again, γιατί να πείσεις για την αλήθεια σου; Γιατί να μην την μοιραστείς απλώς, αφήνοντας επιτέλους στους άλλους την ελευθερία της επιλογής: να την πιστέψουν ή να μην την πιστέψουν; Βρε παλιοcontrolling freak, πότε θα σταματήσεις να αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους ως project και θα αντιληφθείς ότι ουσία -και όχι στη θεωρία- είναι ισότιμοι μ' εσένα; Πότε θα πάψεις να θες να τους σώσεις από τον εαυτό τους και θα εστιάσεις στη δική σου σωτηρία; Από τον εγωισμό, τις ανασφάλειες, τις εμμονές και τις ψευδαισθήσεις σου;

Έπειτα από πολύ καιρό που στο κεφάλι της είχε βαβούρα, που διάφορες φωνές μιλούσαν ταυτόχρονα και δεν έβγαζε άκρη τι έλεγαν παρά μόνο έπιανε σκόρπιες λέξεις, σιγά σιγά διαφαινόταν μπροστά της η ξαστεριά. Ω σίγουρα, είχε πολλά αστέρια ο ουρανός! Άλλα φαίνονταν πιο αχνά, έπρεπε να μισοκλείσεις τα μάτια και να εστιάσεις το βλέμμα για να αντιληφθείς την ύπαρξή τους, κι άλλα κορδώνονταν μέσα στην αστραφτερή τους φορεσιά. Τουλάχιστον, όμως, γίνονταν σταδιακά, διακριτά μεταξύ τους. Έπαυαν να συνθέτουν μια φωτεινή μπάλα με πιο λαμπερές και πιο σκοτεινές περιοχές. Έτσι και οι σκέψεις της και οι ερωτήσεις της. Άρχιζαν να αποκτούν καθεμία τη δική της υπόσταση. Με αρχή σε κεφαλαίο γράμμα και τέλος σε εωτηματικό. Ή τελεία. Ενίοτε και σε θαυμαστικό. Σπανιότερα, σε αποσιωπητικά. Άρχιζαν να αποσπώνται από περιόδους 15 γραμμών, όπου αποτελούσαν προτάσεις χωρισμένες μεταξύ τους με κόμματα. Εκείνες τις περιόδους που τις διαβάζεις και τις ξαναδιαβάζεις για να καταλάβεις το νόημα, αλλά το μόνο που καταλαβαίνεις στο τέλος είναι ότι σε κούρασαν, ενώ το νόημα πάει για silver alert...


Την προηγούμενη μέρα είχε κάνει την πρώτη συνεδρία της ζωής της με ψυχολόγο. Την απόφαση την πήρε αφού τη χτύπησαν πρώτα σκοτοδίνη, κρίση πανικού και μια... μπανιέρα την οποία αισθάνθηκε σαν καταφύγιο. Μα, μπανιέρα; Να χώνεσαι μέσα της, να τυλίγεις τα χέρια σου γύρω από τα πόδια σου και να κλαις σαν κινηματογραφικό κλισέ; Όχι. Είσαι καλύτερη απ' αυτό. Είσαι καλύτερη απ' όλα αυτά... Ναι, αυτά σκέφτηκε και έκανε πράξη μια απόφαση που είχε περάσει από το μυαλό της πολλές φορές στη διάρκεια της ζωής της, αλλά δεν υλοποιούνταν ποτέ.

Δεν ήξερε πόσο (και για πόσο) τη χρειαζόταν αυτή τη διαδικασία. Αυτό έμενε να αποδειχτεί μόνο του και στην πραγματικότητα τής ήταν επουσιώδες μπροστά στη μεγάλη αποκάλυψη που είχε ήδη συντελεστεί. Ότι ο εγωισμός της της θόλωνε την κρίση. Ότι η ανασφάλειά της μήπως δεν γίνει αποδεκτή αν πληγώσει τον όποιο απέναντί της, την οδηγούσε να πληγώνει διαρκώς τον εαυτό της. Ότι η εμμονή της να τρέχει σαν λαγός, της στερούσε τη σοφία του slow pacing της χελώνας. Κι ότι οι ψευδαισθήσεις μεγαλείου της ήταν και η κύρια πηγή του ενοχικού της συνδρόμου. Πώς να μην έχεις ενοχές όταν βασίζεις τη ζωή σου σε μία ψευδαίσθηση, που την αντιλαμβάνεσαι ως ψευδαίσθηση κι όμως εξακολουθείς να τη μυθοποιείς; Οι ενοχές της δεν ήταν απέναντι στους άλλους, όσο απέναντι στον εαυτό της. Ήξερε ότι ήταν καλύτερη απ' όλα αυτά κι όμως αντί να είναι περήφανη για τον καλύτερό της εαυτό, υποκλινόταν με δουλοπρέπεια στην ψευδαίσθηση ένος τάχα μου μεγαλείου...

Μέχρι να κάνει την απόφαση πράξη, η "αποκάλυψη" λειτουργούσε υπογείως. Την είχε οδηγήσει να κάνει amends, όταν χρειαζόταν. Back off, όταν απαιτείτο. Και να συστηθεί σε ανθρώπους με μεγαλύτερη εντιμότητα. Όλα αυτά όμως, τα είχε κάνει ασυνείδητα. Η απόφαση να ξεκινήσει συνεδρίες σηματοδοτούσε ένα νέο επίπεδο συνειδητότητας. Ένα επίπεδο στο οποίο αντιλαμβανόταν ότι δεν θα επέτρεπε πλέον στην περηφάνια της να σταθεί εμπόδιο στο να ζητήσει βοήθεια, όταν, όπως και απ' όποιον χρειαζόταν. Και κυρίως, ότι εκείνη δεν ήταν το δώρο του Θεού προς τους ανθρώπους, παρά μόνο όσο και οι άνθρωποι δίπλα της ήταν το δώρο του Θεού προς εκείνη...

Χρειαζόταν τους ανθρώπους της όσο τη χρειάζονταν κι εκείνοι. Κι αυτή η παραδοχή δεν ταυτιζόταν πια στα μάτια της με αδυναμία. Αντιθέτως, την έκανε να αισθάνεται πιο δυνατή.
Ώρα, επιτέλους, για αισιοδοξία. Ξανά.


Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Loud and clear

Χτυπούσε το κινητό της και πατούσε τη σίγαση, χωρίς καν, κάποιες φορές, να βλέπει ποιος την καλεί. Ενίοτε το ξεχνούσε σε τσάντες και αυτοκίνητα, συχνά δε αμελούσε να το φορτίσει μόνο και μόνο για να μείνει από μπαταρία και να το βγάλει από το μυαλό της απενοχοποιημένα. Ένιωθε σχεδόν ευτυχισμένη που το σταθερό στο σπίτι της δεν μπορούσε να το μεταφέρει σε άλλο χώρο πέρα από το μονίμως κατειλημμένο γραφείο στο οποίο βρισκόταν. Είχε την απόλυτη δικαιολογία για να μη μιλάει -πέραν των απαραίτητων- σε ένα ακουστικό. Είχε μιλήσει τόσο στη ζωή της μέσω ενός τηλεφωνικού καλωδίου ή μιας ασύρματης σύνδεσης, που έμοιαζε λες και είχε πάθει overdose και η όψη ή το κουδούνισμα του τηλεφώνου της προκαλούσαν ναυτία. Ή μάλλον, της φαίνονταν και τα δύο αποκρουστικά.

Μέσα στο σύνολο των αλλαγών που συντελούνταν εντός της, μία είχε ήδη ξεκαθαρίσει: η άρνησή της να επιτρέπει στον οποιονδήποτε να "εισβάλλει" στον χρόνο της ή στη διάθεσή της όταν εκείνη, για τον όποιο λόγο, δεν το επιθυμούσε. Το τηλέφωνο είχε πάρει στα μάτια της την όψη πολιορκητικού κριού που πάσχιζε να γκρεμίσει την κερκόπορτα του ζωτικού της χώρου. Την άγχωνε. Και την πίεζε. Κυρίως, την "εγκλώβιζε" σε μία αντίδραση σε χρόνους που δεν την αντιπροσώπευαν. Κι αυτό το αισθανόταν ως βιαιοπραγία κατά του ψυχισμού της.

Πού να το φανταζόταν, όταν για χρόνια ολόκληρα αφιέρωνε ώρες και ώρες σε τηλεφωνικές αναλύσεις και συζητήσεις, ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα απέφευγε, όπως ο διάολος το λιβάνι, την όποια τηλεφωνική συσκευή; Ή ότι τα παράπονα που έκανε κάποτε, στο παρελθόν, "μα γιατί δεν με παίρνεις τηλέφωνο", θα μπορούσαν εύκολα να κατευθυνθούν πλέον από άλλους προς εκείνη;...

Δεν είναι ότι δεν επιθυμούσε την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Ίσα ίσα, την επιθυμούσε περισσότερο από ποτέ. Αλλά ήθελε αυτό ακριβώς: επικοινωνία, όχι κουβέντες. Ήθελε μια επαφή, ένα connection, που εκείνη ένιωθε μόνο όταν αλληλογραφούσε ή έβλεπε τον άλλο από κοντά. Στην πρώτη περίπτωση γιατί μπορούσε να κάνει το απαραίτητο, πρώτα απ' όλα, connect με τον εαυτό της και κατόπιν να εκφραστεί ή να αντιδράσει στα ερεθίσματα. Στη δεύτερη, γιατί είχε την ευχέρεια να "μιλήσει" με το χαμόγελο, το βλέμμα, τις ρυτίδες, την αγκαλιά, το άγγιγμά της, ακόμα κι αν δεν ήξερε τι φθόγγους να σχηματίσει με τη γλώσσα της.

Ήταν άραγε μια φάση που θα περνούσε; Ή αυτή η αλλαγή ήταν ζωτική και επιβεβλημένη για να βρει την ησυχία της και να επανακτήσει την ηρεμία της; Να, αυτή ήταν μια ερώτηση που, στην πραγματικότητα, δεν την ενδιέφερε να θέσει στον εαυτό της. Πόσω μάλλον να την ακούσει από κάποιον άλλο. Τι σημασία είχε; Ποιο το νόημα να κάνεις σενάρια για να επεξηγήσεις αυτά που σου βγαίνουν φυσικά και αβίαστα; Γιατί το κάθετί στη ζωή σου να αναλώνεται σε αναλύσεις και όχι στην απόλαυσή του; Κάπως σαν να είχε κουραστεί και από τις ερωτήσεις... Ήθελε να κάνει διάλειμμα από τις περιττές του είδους τους. Αυτές, άλλωστε, που είχαν ουσία, πάντοτε έβρισκαν δίοδο μέσα της, είτε προέρχονταν από την ίδια είτε από τους άλλους.

Έβλεπε, ορθώς ή λανθασμένα, ότι είχε επιτρέψει το "ξόδεμά" της για καιρό. Ο ίδιος ο οργανισμός της αντιδρούσε πλέον σθεναρά στο ενδεχόμενο περαιτέρω ξοδέματος. Μπορούσε να είναι εδώ για τους πάντες, παλιούς και νέους, κοντινούς και πιο μακρινούς. Ήθελε να είναι εδώ για όλους. Απλώς... να, ήθελε και οι άλλοι να σεβαστούν το δικαίωμά της να το κάνει με τον δικό της τρόπο. Ήθελε να κατανοήσουν ότι είχε παραβλέψει για τόσο καιρό τις δικές της ανάγκες που αυτές θύμωσαν μαζί της. Κι έγιναν απαιτητικές και επιτακτικές. Και της δήλωσαν απερίφραστα πια πως αν δεν πάψει να τις αγνοεί όταν της μιλούν απευθείας, σκόπευαν να την τρελάνουν αυτές στα τηλεφωνήματα...



Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Κλάμα. Το σωτήριο.

Είχε καθίσει στο φεγγάρι της οκλαδόν. Ήταν η αγαπημένη της στάση, άλλωστε, παντού καθόταν έτσι. Στο πάτωμα, στον καναπέ, στην καρέκλα του γραφείου και στα σκαμπό των μπαρ ακόμη. Όλα αυτά, στα άλλα βασίλεια βέβαια, που επισκεπτόταν. Στο δικό της, δεν είχε ούτε μοκέτες ούτε έπιπλα ούτε γραφεία ούτε και μπαρ. Μόνο γη κι ό,τι η φύση ζωγραφίζει πάνω της.

Με τους αγκώνες της να ακουμπούν στο εσωτερικό των μηρών της, λίγο πιο πάνω από τα λυγισμένα γόνατα, και τις παλάμες της να έχουν απλωθεί για να πιάσουν το κομμάτι του προσώπου της που εκτείνεται από το σαγόνι μέχρι κάτω από τα μάτια, είχε περάσει όλη τη μέρα, μες στο σκοτάδι της, κλαίγοντας. Πού και πού ανασήκωνε για λίγο το κεφάλι, να πάρει ανάσα μπας και πάψουν τα δάκρυα να τρέχουν, αλλά χωρίς να κατέβαζει τα χέρια της. Αυτά έμεναν στην ίδια θέση, περιμένοντας καρτερικά για την επόμενη "προσγείωση" του προσώπου της μέσα τους. Λες και τα χέρια ήξεραν αυτό που το μυαλό της αμφισβητούσε: ότι αυτό το κλάμα δεν θα έπαυε τόσο εύκολα.

Είχε περάσει τόσες ώρες στην ίδια στάση, με τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις, που το ποτάμι από κάτω είχε φουσκώσει από τα δάκρυά της και, παρά τις μύξες που είχαν βουλώσει τη μύτη της, τα ρουθούνια της τρυπούσε η μυρωδιά της νοτισμένης γης. Αν εξαιρέσουμε τον ποταμό, που δεν είχε άλλη επιλογή από το να ρέει -αν και πολύ θα το 'θελε κι αυτός να σταματούσε τη ροή των νερών του-, όλα τα υπόλοιπα στην πλάση της είχαν μουδιάσει κι αυτά μαζί με το σώμα της και δεν κινούνταν τίποτα. Αέρας δεν φυσούσε, τα δέντρα δεν έγερναν ούτε καν για να ψιθυρίσουν το ένα στο άλλο, λαγοί και αλεπουδίτσες είχαν κρυφτεί στις φωλιές τους, τα πουλιά αντίστοιχα μέσα στα φυλλώματα. Και μαζί με το νάζι της, είχαν σβήσει και οι πυγολαμίδες της. Πάνε τα λαμπατέρ της...

Ή έτσι νόμιζε... Νόμιζε ότι όλο αυτό το κλάμα την είχε ξεπλύνει από το νάζι. Ότι είχε ξεπλύνει από πάνω της κάθε ίχνος παιδικότητας. Μέχρι που με μάτια θολωμένα, είδε κάτι φωτεινό να πλησιάζει και ν' απομακρύνεται, να ξαναπλησιάζει και να ξαναπομακρύνεται. Χωρίς να σηκώσει εντελώς το κεφάλι από τα χέρια, το ανασήκωσε μόνο λίγο προς τα πάνω και ρούφηξε μύξες και δάκρυα, προσπαθώντας να καθαρίσει το οπτικό της πεδίο. Μια τόση δα πυγολαμπίδα, την έφερνε βόλτες διστακτικά. Όταν την είδε πλέον να σηκώνει τελείως το κεφάλι της και να κατεβάζει τα χέρια της, τότε μόνο ήρθε και προσγειώθηκε αυτή στην παλάμη της.

Για λίγο έμειναν ακίνητες. Και η μία και η άλλη. Μόλις τα μάτια της στέγνωσαν πλήρως, μπορούσε πλέον να δει ότι η μικρή πυγολαμπίδα έκανε ανεπαίσθητες κινήσεις πάνω στην παλάμη της. Η αλήθεια είναι ότι τη βοηθούσε και η αφή της να το καταλάβει, γιατί αισθανόταν ένα απαλό γαργαλητό που έκανε τα χείλη της να ανασηκώνονται, επίσης απαλά. Δεν ήταν όμως προετοιμασμένη γι' αυτό που θ' ακολουθούσε... Γιατί ξαφνικά, η επισκέπτριά της άφησε τις ανεπαίσθητες κινήσεις και το 'ριξε στις κωλοτούμπες και τ' ακροβατικά. Και δως του να κάνει φωτεινά οχτάρια που γύρναγαν στο πλάι και γίνονταν άπειρο, δως του να στροβιλίζεται σχηματίζοντας σπείρες που έκαναν και τα δικά της μάτια να στροβιλίζονται μανιωδώς. Κι εκεί που όλα έμοιαζαν να έχουν τυλιχτεί στο φως, τότε ξέσπασε σε κάτι γέλια, που έβγαλαν και όλη τη φύση από την κρυψώνα και την ακινησία της. Κι αμέτρητες πυγολαμπίδες ανέβηκαν μέχρι το φεγγάρι και το κύκλωναν με τέτοιο εσωτερικό ρυθμό, που σχημάτιζαν έναν συμπαγή, λαμπερό δακτύλιο γύρω του. Κι εκείνη σηκώθηκε όρθια πια κι έπιασε να χορεύει ιρλανδέζικα πάνω στη λεπτή φετούλα λεμονιού της.

Πάμε, είπε στον εαυτό της όταν το σώμα της ξεμούδιασε τελείως με τον χορό. Πάμε εκεί που έχει ήλιο... Τώρα μπορούμε.



Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Λίγη ησυχία... Επιτέλους.

Είναι περίεργο πώς μπορεί να αλλάξει η ζωή σου, ενώ εσύ κοιμάσαι. Πώς δυο λέξεις μπορούν να παγώσουν το αίμα στις φλέβες σου. Πώς ένα χάδι μπορεί να πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις έκφρασης. Αλήθειας και πόνου. Κι όλα αυτά πριν καν χαράξει...

Πλησίαζε μήνας από εκείνο το πρωινό που ξημέρωσε μια καινούργια ζωή για κείνη. Μια ζωή που δεν είχε φανταστεί ότι θα καλούνταν ποτέ να ζήσει. Μήνας; Ήταν ειλικρινής; Μόνο μήνας είχε περάσει; Δεν ήταν περισσότερο; Σκέψου. Θυμήσου. Αναγνώρισε. Παραδέξου. Παράτα πια το δέντρο και δες το γαμημένο το δάσος! Το δάσος σου 'χει στερήσει την πρόσβαση στο φως κι εσύ τα βάζεις με το δεντράκι... Ήταν γελοία. Η σκέψη της έμεινε μισή, μόνο και μόνο γιατί πετάχτηκε στο facebook. Χμ, ούτε καν αυτό να μην παραδεχτείς; Ότι πετάχτηκες στο facebook, μόνο και μόνο γιατί ήθελες αυτή η σκέψη να μην ολοκληρωθεί; 
Σκασμός. Δεν θέλω να σας ακούω. Τίποτα δεν θέλω να ακούω. 

- Τι έπαθε τώρα; Χτυπάει πάλι υστερία;
- Ε δεν την ξέρεις; Μόλις τη ζορίζει κάτι, κλείνει μάτια, βάζει χέρια στα αφτιά, αρχίζει να τραγουδάει ένα ξεκούρδιστο λαλαλα και νομίζει ότι ξεμπέρδεψε. 
- Ζορίστηκε δηλαδή τώρα;
- Μη με κάνεις να πιστέψω ότι είσαι τόσο ηλίθια όσο κι αυτή. Δεν ζορίστηκε τώρα. Ζορισμένη είναι πολύ καιρό τώρα.
- Και τι κάνει γι' αυτό;
- Αυτό που είπες. Χτυπάει υστερίες.
- Μα αυτές δεν βγάζουν πουθενά.
- Το ξέρει.
- Κάτι δεν πιάνω. Αφού το ξέρει, γιατί τις χτυπάει;
- Γιατί είναι εύκολες. Δεν την ζορίζουν. Οι υστερίες της ζορίζουν τους άλλους κι εκείνη βγαίνει λάδι. Κι ας μην βγάζει άκρη.
- Κάποια στιγμή μου είχες πει να μην φοβάμαι για εκείνη. Σε πίστεψα. Τώρα, με κάνεις να το αμφισβητώ.
- Ισχύει αυτό που σου είπα. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Υπομονή να κάνεις, χρειάζεται.
- Έλα... αφού ξέρεις ότι εγώ κι αυτή μοιάζουμε πολύ. Κάνουμε υπομονή. Και σε μια στιγμή, τα γκρεμίζουμε όλα αιφνίδια. Και μετά τρέχουμε να τα ξαναχτίσουμε, μέσα στην απελπισία. Μη μου μιλάς για υπομονή. Στην περίπτωσή μας, δεν είναι προσόν. Αυτοκαταστροφή είναι.
- Μην μπερδεύεις την υπομονή με την αυτολογοκρισία. Αυτό που κάνετε κι οι δυο είναι να αυτολογοκρίνεστε. Γι' αυτό κάποια στιγμή, αυτά που έχετε συσσωρεύσει, σκάνε σαν βόμβα και τα κάνουν όλα σμπαράλια. 
- Και η υπομονή τι είναι τότε; Αν όχι να κρατάς το στόμα σου κλειστό και να περιμένεις να φτιάξουν τα πράγματα;
- Υπομονή είναι να ανοίγεις το στόμα σου, να εκφράζεις αυτά που θες και δεν θες, αυτά που χρειάζεσαι, εκείνα που έχεις ανάγκη, αυτά που δεν σου αρέσουν, και μετά να περιμένεις. Να δίνεις χρόνο ώστε να εισακουστούν αυτά που είχες να πεις. Να δίνεις χρόνο στον σπόρο να φυτρώσει και να βγάλει ένα μικρό βλαστάρι. Και να μην περιμένεις να δεις κατευθείαν ένα δέντρο να ανθίζει.
- ...
- Σε αποστόμωσα;
- Με προβλημάτισες. Άρα δεν έχουμε υπομονή... 
- Ε, μεταξύ μας, τώρα, δεν φημίζεστε ούτε εσύ ούτε εκείνη... Δεν θέλω, όμως, να σας αδικώ. Προσπαθείτε. Το ξέρω ότι προσπαθείτε. Μόνο που αν θες τη γνώμη μου, πέρα από το ότι το κάνετε με λάθος τρόπο, το κάνετε και για λάθος λόγο.  
- Σ' έχασα πάλι...
- Ρε παιδί μου, δεν είπαμε ότι αυτολογοκρίνεστε;
- Ναι.
- Αυτός είναι ο λάθος τρόπος. Ο λάθος λόγος είναι για να ανταποδώσετε την υπομονή που δείχνουν οι άλλοι σ' εσάς. 
- Μα πώς είναι λάθος λόγος αυτός; Δεν δείχνει αν μη τι άλλο ότι είμαστε considerate (εξκιούζ το αγγλικό μου) σ' αυτά που περιμένουν οι άλλοι από εμάς; Δεν δείχνει ότι αναγνωρίζουμε τις ανάγκες τους; Ότι τις σεβόμαστε; Ότι τους υπολογίζουμε εντέλει; Ότι τους αγαπάμε;... 
- Εξακολουθεί να είναι λάθος ο λόγος. Θες να αναδιατυπώσω για να το κάνω πιο εύκολο; Δεν έχει νόημα να προσπαθείτε τόσο πολύ, όταν καταλήγετε να πιστεύετε ότι το κάνετε για τους άλλους και όχι για τον εαυτό σας.
- Ώπα, σαν πολύ εγωιστικό μού ακούγεται αυτό. Και δεν είμαστε για άλλους εγωισμούς. Ο δικός της έχει ήδη χτυπήσει ταβάνι επανειλημμένως.
- Au contraire... Εγωιστική είναι αυτή η τάση να τα κάνετε όλα για τους άλλους, μόνο και μόνο για να παίρνετε την ικανοποίηση του πόσο "considerate" όντα είστε. Τον εγωισμό σας θρέφετε και πάλι. Εγώ ίσα ίσα λέω να μην "χρεώνετε" την προσπάθειά σας στους άλλους. Να αναγνωρίσετε το νόημα για τη δική σας ζωή, ώστε να μην χρειάζεται καν να μιλάμε για "χρέωση". Κι αφού είστε τόσο... considerate, να απολαμβάνετε εντέλει το ότι μοιράζεστε τους καρπούς των κόπων σας με τους άλλους. Καταλαβαίνεις τη διαφορά;
- Αμυδρά...
- Έστω. Κάτι είναι κι αυτό μπροστά στο καθόλου. 
- Εκείνη την καταλαβαίνει;
- Μόλις. Μόλις, νομίζω, άρχισε κι εκείνη να την "πιάνει" αμυδρά... Και ξέρεις τι κάνουμε τώρα;
- Τι;
- Υπομονή...

Ξαφνικά, ησυχία.

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Blast from the past #2 (September 12, 2012)

Μπαίνεις σε ένα ανθοπωλείο, για να πάρεις λουλούδια στη φίλη σου που γιορτάζει. Κι ένα ακόμα για τον άνθρωπό σου, να μη ζηλεύει που έχεις αδυναμία στη φιλενάδα σου. Το παλικάρι που σου ετοιμάζει την ανθοδέσμη, έχει εκτεθειμένα στα χέρια του αρκετά τατουάζ. Εσύ μόλις έχεις κάνει το πρώτο σου κι είσαι ακόμα υπό την επήρεια της εμπειρίας. Τον ρωτάς, «πόσα έχεις»; Φεύγεις μισή ώρα αργότερα, αφού έχεις μάθει ό,τι μπορούσε εκείνος να σου χωρέσει σε τόση ώρα για τη σχέση των εξωγήινων με τον ελληνισμό. Κι αφού η γάτα του έχει φέρει 35 βόλτες τη γάμπα σου.

Πλένεις τα χέρια σου στις τουαλέτες ενός μπαρ και σηκώνοντας το κεφάλι, βλέπεις από τον καθρέφτη την κοπέλα πίσω σου να σου χαμογελά. «Πω πω, πόσα μπάνια έχεις ήδη κάνει;», έχει βγει η ερώτηση από το στόμα σου, χωρίς να προλάβεις καν να το σκεφτείς, ζηλεύοντας το σοκολατένιο χρώμα της. Χρώμα που εσύ δεν αποκτούσες ούτε αν τηγανιζόσουν όλο το καλοκαίρι στις παραλίες. Βγαίνεις από τις τουαλέτες δέκα λεπτά αργότερα, αφού έχεις μάθει τα πάντα για το καλοκαίρι της, τις διακοπές της, τις αγαπημένες χαλαρωτικές ενασχολήσεις. Χωρίς να έχεις μάθει το όνομά της.

Το μυαλό σου πηδάει στον χρόνο, σε κάτι άλλες τουαλέτες, πιο μίζερες, πιο βρώμικες, σε ένα ρεμπετάδικο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί που είδες μια κυρία να κλαίει και τη μάσκαρα να έχει μουτζουρώσει όλο της το πρόσωπο. Ήσουν πιωμένη. Ήσουν κάτι παραπάνω από πιωμένη, ίσα που στεκόσουν. Δεν μπορούσες να τη ρωτήσεις γιατί κλαίει. Το μυαλό σου δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τις πληροφορίες. Μπορούσες, όμως, να την αγγίξεις στον ώμο, να της χαμογελάσεις και να της πεις την επομένη φορά να πάρει αδιάβροχη μάσκαρα, για να κλαίει όσο θέλει και χωρίς άγχος. Αυτό έκανες. Έπειτα έκανες εμετό και γύρισες πίσω στο τραπέζι σου, ζητώντας να σου βάλουν άλλο ένα ποτήρι κρασί.

Ρώτησες, ωστόσο, μία άλλη κυρία γιατί κλαίει. Κι αυτή στην Θεσσαλονίκη. Αυτή η πόλη, φαίνεται, ήταν πιο βροχερή από τον τόπο όπου μεγάλωσες. Κι οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει τις στάλες, ακόμα κι αυτές που έπεφταν από τα μάτια τους. Τη ρώτησες αν μπορείς να τη βοηθήσεις κάπως. Ρούφηξε τη μύτη της και απέστρεψε το βλέμμα, σιγομουρμουρίζοντας ένα δειλό «όχι». Δεν ήθελε τη βοήθειά σου. Ούτε την προσοχή σου. Έφυγες.

Γυρίζεις στο παρόν. Σ’ αυτό το επαγγελματικό τηλεφώνημα που κράτησε 20 λεπτά. Το «επαγγελματικό» κράτησε δύο, το τηλεφώνημα διήρκεσε 20. Ήταν που κι οι δύο θέλατε να μιλήσετε για το πόσο ανάγκη έχουν οι άνθρωποι να μιλήσουν. Αρκεί να νιώσουν ότι είναι αυθεντικό το ενδιαφέρον των συνομιλητών τους να ακούσουν. Μιλήσατε για τις στιγμές απομόνωσης και πόσο πολύτιμες είναι. Συμφωνήσατε ότι σας κουράζουν οι επαφές που πρέπει να είναι «κάπως». Ή που είναι «κάπως» γιατί οι εν λόγω άνθρωποι είναι «κάπως». Συμφωνήσατε για τη σοφία που κρύβεται στην απλότητα. Και κλείσατε το τηλέφωνο, ευχόμενες να τα πείτε σύντομα κι από κοντά. Δεν έχει σημασία αν θα γίνει.

Πας σε μια θεατρική παράσταση. Και σου συστήνουν στο τέλος έναν από τους πρωταγωνιστές. Κι αυτός που σου τον συστήνει, του λέει γελώντας ότι εσένα δεν σου αρέσει το θέατρο. Δεν σου αρέσει, γιατί σε αγχώνει, γιατί αισθάνεσαι ότι είναι επώδυνο αυτό που κάνουν οι ηθοποιοί και θέλεις να φύγεις τρέχοντας για να μην υπομένεις τον πόνο τους. Ντράπηκες που του το είπε. Αισθάνθηκες σαν μικρό κοριτσάκι, που όλοι οι άλλοι έχουν κοινό κώδικα κι εσύ μόνο δεν τον καταλαβαίνεις. Τελικά, δεν έπρεπε να ντραπείς. Γιατί ο άμεσος ενδιαφερόμενος σε κοίταξε γλυκά, τρυφερά, και σου είπε να μην στεναχωριέσαι γι’ αυτούς. Ότι αυτό είναι που τους «τρέφει». Ότι χωρίς αυτό, δεν θα ήξεραν ποιοι είναι. Και πάλι κοριτσάκι αισθάνθηκες. Αλλά τώρα ήσουν περήφανη που ήσουν κοριτσάκι.

Συνέχισες τη βραδιά σου σε ένα μπαρ του κέντρου, για ποτό. Εσένα και τη φίλη σου ακολούθησε μία δική της φίλη, κάποια που είχες δει για δέκα μόλις λεπτά άλλη μια φορά στο παρελθόν. Μιλούσαν μεταξύ τους κι εσύ άκουγες. Κουνιόσουν με τον ρυθμό και δεν χρειαζόσουν να μιλήσεις. Αλλά η νέα «φίλη», ξαφνικά γύρισε προς το μέρος σου, σε κοίταξε με μάτια που ακτινοβολούσαν και σε ρώτησε εσύ τι κάνεις. Εσύ τι έχεις να πεις. Δεν είχες να πεις πολλά. Είπαμε, δεν χρειαζόσουν να μιλήσεις. Κι εκείνη χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι της κι άρχισε να σου χαϊδεύει την πλάτη. Το χάδι της οικειότητας μεταξύ δυο, σχεδόν, ξένων. Χάρηκες.

Ξαναπήγες στο ίδιο μπαρ. Η σερβιτόρα σε αγκάλιασε μόλις σε είδε, σε φίλησε και σου είπε «μας λείψατε». Το κάνει με όλους, το ξέρεις. Δεν σε νοιάζει που δεν το κάνει μόνο μ’ εσένα. Ευτυχώς, το κάνει με όλους! Ωραία τα μπαρ που σε υποδέχονται με φιλί και αγκαλιά…

Έτρωγες με τη φιλενάδα σου και την ανθοδέσμη που της είχες πάρει. Και σε ρώτησε «τον ξέρεις;», αναφερόμενη στον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη στον οποίο δευτερόλεπτα πριν είχες απαντήσει «κι αυτή αμόρε είναι», όταν σου σχολίασε πως νόμιζε ότι περίμενες ένα αμόρε. Νόμιζες ότι η ερώτηση της φιλενάδας σου αφορούσε την απάντησή σου. Αλλά όχι, ήταν για το γεγονός ότι, προφανώς, εκείνος, όταν σας μίλαγε, σου άγγιζε τον ώμο. Ούτε που το είχες καταλάβει. Μάλλον σου ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί κι ο εγκέφαλος ούτε που μπήκε στη διαδικασία να το επεξεργαστεί.

Ήταν ο δεύτερος ηλικιωμένος μέσα σε λίγες μέρες. Ο προηγούμενος ήταν ένας σεφ, που μίλαγε για την ευωδιά του φαγητού με το ίδιο πάθος που μιλούσε για το άρωμα μιας γυναίκας όταν μπαίνει σ’ έναν χώρο και κάνει το κεφάλι σου να γυρίζει. Και ο οποίος μετά γέλασε, όταν εσύ του είπες για την προφορά του. Πόσο ωραίος ήταν αυτός ο συνδυασμός γαλλικής νότας και βρετανικής «καθαρότητας». Και σου είπε ότι ήταν το καλύτερο κοπλιμέντο που έχει ακούσει τα τελευταία χρόνια. Κι ότι, όταν θα γυρνούσε σπίτι του, θα έσπευδε να το μοιραστεί με τη γυναίκα του. Και έπειτα σε ρώτησε αν μπορεί να σε αγκαλιάσει. Και σ’ ευχαρίστησε.

Όπως σ’ ευχαρίστησε και αυτό το γράμμα… Η χειρόγραφη επιστολή που έστειλε μια στρουμπουλή κυρία στο γραφείο. Αυτή η επιστολή στην οποία είχε ζωγραφίσει λουλουδάκια. Και με την οποία έστελνε αγάπη και εκτίμηση.

Ή τα άλλα γράμματα που εσύ είχες ξεχάσει ότι είχες γράψει. Έχεις γράψει άλλωστε πολλά. Πού να θυμάσαι τα δύο που έστειλες, όταν είναι τόσα αυτά που δεν έστειλες. Αλλά να που εμφανίστηκε κάποιος από το παρελθόν, για να σου τα θυμίσει. Για να σου πει πώς ο συναισθηματικός σου κόσμος εκφράζεται μέσα από τη γραφή. Πώς πάντα εκφραζόταν. Πώς, τότε, εκφράστηκε σ’ εκείνον. Και να σου πει ότι ο συναισθηματικός σου κόσμος, είναι θησαυρός. Κι ότι είναι χαρούμενος που 15 χρόνια μετά, βλέπει να τον κρατάς καλά φυλαγμένο.

Κι εσύ εξακολουθείς να γράφεις. Να καταγράφεις αυτές τις μικρές και μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας, που δεν είναι ότι σου κάνουν εντύπωση. Απλά, σου αρέσουν. Σου αρέσουν γιατί επιβεβαιώνουν την πίστη σου στους ανθρώπους. Δεν την είχες χάσει ποτέ. Αλλά δεν βλάπτει κιόλας να σου δίνουν αφορμές να το θυμάσαι. Γιατί κι αυτή η πίστη, σου είναι κάτι φυσιολογικό. Κι ο εγκέφαλος δεν έχει ανάγκη να την επεξεργάζεται. Απλώς την απολαμβάνει.

Και γράφεις, γράφεις, γράφεις… Γράφεις γιατί είσαι γεμάτη. Γεμάτη από εικόνες και συναισθήματα. Και κάπου πρέπει να τα προβάλεις, να τα δεις να γίνονται motion picture, να αποκτούν διάσταση στον χώρο, στον χρόνο και στο σύνολο των αισθήσεών σου. Γιατί πρέπει να τα βάλεις σε ένα framework που να γίνεται κατανοητό κι απ’ τους άλλους. Μόνο όταν γράφεις γίνεσαι κατανοητή. Όταν μιλάς είσαι ανισσόροπη και δεν ξέρει κανείς από ποια πλευρά της βάρκας πρέπει να σπεύσει, για να κρατήσει κόντρα και να μην μπατάρει. Πρέπει να γράψεις για τον φόβο σου να γίνεις πολεμική ανταποκρίτρια, να γράψεις για τα ταξίδια που ονειρευόσουν να κάνεις, για τις σκηνές που ήταν όλες μονόλογος και δεν τις ερμήνευσες ποτέ, για τις προσδοκίες που ποτέ δεν είχες από τον εαυτό σου, γιατί εσύ πάντα τις έλεγες όνειρα, για τη ζωή που υπήρχε μέσα στο κεφάλι σου και ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Ναι, για όλα αυτά πρέπει να γράψεις.

Κι όμως δεν γράφεις γι’ αυτά. Δεν σε ενδιαφέρουν τελικά όλα αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν. Αυτά που θα μπορούσες να γίνεις και δεν έγινες. Ακούς ξανά και ξανά το More than this των Roxy Music και λες κι εσύ, όχι, more than this, there is nothing. Και το «διαβάζεις» όπως εσύ θες. Σου «λέει» ότι δεν υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό, γιατί εσύ δεν θέλεις κάτι περισσότερο από αυτό. Εσύ θες μόνο να ζεις. Την κάθε μέρα. Μ’ αυτές τις μικρές και μεγάλες στιγμές. Με τα αγγίγματα και τα «σ’ ευχαριστώ». Με την αγάπη που γεμίζει τα πνευμόνια σου οξυγόνο και σε κάνει πιο δυνατή κι από υπερήρωα της Marvel. Με την πίστη στους ανθρώπους που συνεχίζουν να μη σε εκπλήσσουν δυσάρεστα. Τουλάχιστον, αυτοί που βλέπεις, αυτοί που εσύ γνωρίζεις μόλις τώρα. Κι αυτοί που ήδη ξέρεις. Και που είναι ο μισός σου εαυτός. Άλλοι μικρότερα κι άλλοι μεγαλύτερα κομμάτια του. 



PMS, όπως λέμε A Christmas Carol

Ανάκατες οι σκέψεις. Ανάκατες. Φανταζόταν τον εαυτό της με μια σφυρίχτρα στο στόμα, να ξεπατώνεται φυσώντας μπας και την υπακούσουν και μπουν σε μια σειρά, αλλά αυτές, ατίθασες, της έβγαζαν τη γλώσσα και χοροπηδούσαν. Ακατάσχετα. Ακανόνιστα. Έκαναν γκελ αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω. Eκεί που τις έπιανε το βλέμμα της, εκεί χάνονταν κιόλας από το οπτικό της πεδίο.

Ήταν κουρασμένη. Επ' αυτού, ουδεμία αμφιβολία. Της έλειπε ύπνος. Κι αυτό γεγονός. Είχε μπουχτίσει. Το ήξερε. Το ήξερε;... Ή ήταν πάλι οι ορμόνες που όρθωναν τον παραληρηματικό τους λόγο και καπέλωναν τον λογισμό;

Συστήθηκε με την περίοδο στα 11 της χρόνια. Εκείνη φορούσε ένα χοντρό παντελόνι με πολύχρωμα λουλούδια και ασορτί, φυσικά, μπλούζα - η μαμά της φρόντιζε ακόμα για τις ενδυματολογικές της επιλογές. Η περίοδος πάλι, φαν της μονοχρωμίας. Με ένα κόκκινο σύνολο, που έβγαζε μάτι από χιλιόμετρα. Αυτηνής η μάνα είχε πάψει, φαίνεται, να τη βλέπει ως κοριτσάκι και δεν την υποχρέωνε να ντύνεται σαν ψυχεδελικό λιβάδι.

Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αν το μυαλό της δούλευε τότε, όπως δούλευε τώρα, 22 χρόνια μετά, θα έβλεπε την περίοδο σαν τις κόκκινες μπάλες και τον εαυτό της σαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Και θα συνδύαζε τη γνωριμία τους με τα βράδια που ξάπλωνε στο χαλί του σαλονιού, όταν πλέον όλοι είχαν κοιμηθεί, κι εκείνη χάζευε ευτυχισμένη τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν. Και τις μπάλες να γυαλίζουν και να εξαφανίζονται, και να ξαναγυαλίζουν και να ξαναεξαφανίζονται... Κι ίσως έτσι, να γινόντουσαν οι καλύτερες φίλες.

Το μυαλό της, όμως, τότε, δεν ήταν έτοιμο για τέτοιες συνδέσεις. Αντ' αυτού, αποσυνδέθηκε πλήρως. Διχάστηκε ανάμεσα στη φωνή της μάνας της που της έλεγε "τώρα γίνεσαι γυναίκα" και στη δική της φωνή που μέσα στο κεφάλι της αναρωτιόταν "τι παιχνίδι θα πάρω δώρο για τα Χριστούγεννα;. Κοίτα να δεις, σκέφτηκε, 22 χρόνια έχουν περάσει κι αυτός ο διχασμός δεν μ' έχει βαρεθεί ακόμα ώστε να με παρατήσει. Επίμονος εραστής... Ή ίσως και εγωιστής. Απ' αυτούς που όταν νιώθουν ότι σε χάνουν, όταν βλέπουν ότι συνειδητοποιείς πως μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτούς, τότε θυμούνται να πουν όλες τις σωστές λέξεις για να σε κάνουν να μείνεις. Και να σε πείσουν ότι χωρίς αυτούς, δεν ζεις. Απ' αυτούς που σε μανιπουλάρουν τόσο επιδέξια, ώστε να σου γίνουν απαραίτητοι ενώ δεν είναι. Αλλά εντέλει σου γίνονται. Ενώ για εκείνους δεν είσαι.

Ανάκατες οι σκέψεις. Ανάκατες. Θυμήθηκε τη Μυρτώ. Που ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερή της και έμενε στην απέναντι μονοκατοικία. Και ανακάλεσε στη μνήμη της εκείνη τη μέρα που έπαιζαν στο χωλ του σπιτιού της με βώλους, την ώρα που ο πατέρας της γύριζε από τη δουλειά. Δεν θυμόταν όμως πώς και γιατί βρέθηκε να λέει στον μπαμπά της Μυρτούς ότι στην εφημερίδα έγραφε για ένα κορίτσι που ήταν 11 χρονών και έγκυος σε δίδυμα. Τι θα μπορούσε να την είχε κάνει να το πει αυτό; Και γιατί αυτό είχε κάνει εκείνον τόσο έξαλλο, ώστε να ωρύεται στην κουζίνα, πίσω από την κλειστή πόρτα, στη γυναίκα του; Και πώς εκείνη νόμιζε ότι θα μπορούσε να μη γίνει αντιληπτή που κρυφάκουγε, κολλημένη πάνω σ' αυτήν ακριβώς την κλειστή πόρτα, εφόσον, παλιά μονοκατοικία γαρ, η πόρτα ήταν κατά το ήμισυ από θολό τζάμι; Τόσα χρόνια μετά και αναβίωσε την ντροπή που είχε νιώσει. Χωρίς να ξέρει γιατί την είχε νιώσει. Ξέροντας μόνο ότι είχε αναπαραγάγει είδηση της εφημερίδας, για ένα κορίτσι που ήταν έγκυος ενώ ήταν 11 χρονών. Κι ότι αυτό το κορίτσι είχε την ίδια ηλικία μ' εκείνη όταν συστήθηκε με την περίοδο. Αλλά χωρίς να ξέρει τότε ότι περίοδος και εγκυμοσύνη συνδέονται με κάποιον τρόπο. Ή τι εννούσε η μητέρα της όταν έλεγε "τώρα γίνεσαι γυναίκα".


Γυναίκα... Αναρωτήθηκε αν θα πέθαινε αγκαλιά με τον επίμονο, εγωιστή εραστή της. Ογδόντα χρονών, ζαρωμένη μεν, φορώντας ψυχεδελικά λιβάδια δε. Ή αν θα κατάφερνε μια μέρα, σύντομα ή και λίγο αργότερα, να βάλει ένα κόκκινο φόρεμα, απ' αυτά που βγάζουν μάτι από χιλιόμετρα, κι εκεί που θα περπατάνε αγκαζέ στον δρόμο, να σταματήσει, να πάρει τις γόβες της χέρι και να αρχίσει να τρέχει μακριά του, γιατί μόλις της είπε τις σωστές λέξεις ώστε η ίδια να μη θέλει πια να μείνει.

Περίεργες διαδρομές... Αυτές που κάνουν οι ορμόνες ντε, όταν πιάνουν το τιμόνι στα χέρια τους. Σαν τα φαντάσματα του Εμπενίζερ Σκρουτζ σε πάνε μια στο παρελθόν, μια σε επαναφέρουν στο παρόν και μια σε διακτινίζουν στο μέλλον. Και φέρνουν τα Χριστούγεννα μια ανάσα από το Πάσχα, εκμηδενίζοντας τις χρονικές αποστάσεις.

Ήταν κουρασμένη. Και της έλειπε ύπνος. Βουλώστε το ορμόνες. Δεν μπούχτισα ακόμα.




Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Blast from the past #1 (March 16, 2012)



Το ψέμα την αθωότητα ιντριγκάρει.
Αναζήτησε την πραγματικότητα, κρύψε τα δάκρυα,
στο χάος βρίσκεται η αλήθεια.
Στο γέλιο σου θα βρεις την έμπνευση,
 στην ύπαρξή σου, πόνο.
Κι ολόγυρα χορεύουν οι σκελετοί…

Κι εκεί που με το ένα χέρι τακτοποιείς τη ζωή σου σε κουτάκια, με το άλλο... σπρώχνεις skeletons in the closet. Αυτούς τους σκελετούς που δεν σε απασχολεί αν θα τους ανακαλύψουν άλλοι· εσύ είναι που δεν θες να τους βρεις.

Κι έτσι τους σπρώχνεις εκεί μέσα και πείθεις τον εαυτό σου ότι δεν υπάρχουν. Ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Αλλά κάπου μέσα σου τρέμεις.  Έχεις αυτόν τον υποδόριο φόβο που δεν έχει όνομα, που δεν έχει πρόσωπο. Γιατί ξέρεις ότι η ντουλάπα πάντα ανοίγει στο τέλος…

Κι όταν οι σκελετοί ξεχυθούν κι αρχίσουν να χορεύουν γύρω σου, θα κλείσεις τα μάτια και θα πεις «δε συμβαίνει, εφιάλτης είναι, σε λίγο θα ξυπνήσω». 
Αλλά το κροτάλισμα των κόκαλων τους, στέλνει ρίγη στη ραχοκοκαλιά σου. 
Κι εσύ θα σφίξεις τα βλέφαρα όσο μπορείς, θα βγάλεις τα χέρια από τα μάτια και θα τα βάλεις στ’ αυτιά σου. 
Όμως οι σκελετοί επιμένουν, περνούν από πίσω σου και σε αγγίζουν στην πλάτη. Γέρνουν δίπλα σου και σου φυσάνε τα μαλλιά. Έρχονται μια αναπνοή από το πρόσωπό σου και σου ρουφάνε την ανάσα. 
Κι αρχίζεις να ουρλιάζεις, να καλύψεις τον ήχο του αίματος που τρέχει πανικόβλητο στις φλέβες σου, τον ήχο της καρδιάς σου καθώς ξεριζώνεται από το στήθος σου, τον ήχο του μυαλού σου που πέφτει και γίνεται χίλια αστραφτερά κομμάτια. 
Και μένεις με το στόμα ορθάνοιχτο, μα ξάφνου η φωνή σωπαίνει. Στο λαιμό οι φλέβες πάλλονται, τα γόνατα λυγίζουν, αλλά οι σκελετοί δεν πτοούνται, εξακολουθούν να γυρίζουν, να γυρίζουν, να γυρίζουν...
Κι ύστερα εξαντλείσαι. Χωρίς όραση, χωρίς ακοή, χωρίς φωνή, χωρίς κουράγιο. 
Και παραδίνεσαι. 
Κρεμάς τα χέρια απότομα, κλείνεις τα χείλη, δειλά ανοίγεις τα μάτια. 
Κι οι σκελετοί διαλύονται.

Παραδίνεσαι στον φόβο κι εκείνος χάνει το ενδιαφέρον του για σένα.

Γιατί δεν άνοιγες νωρίτερα τη ντουλάπα;

My mind's my kingdom (δάνειο από τον Francis Quarles)

Στο βασίλειό της, είχε πάντα νύχτα. Ο ήλιος δεν εμφανιζόταν ποτέ. Δεν ήταν πως δεν ήταν ευπρόσδεκτος, αλλά δεν τον είχε καλέσει κιόλας, δεν έβρισκε τον λόγο. Δεν ήθελε να στερήσει την παρουσία του από τα διπλανά βασίλεια, εκεί που ήταν όχι μόνο πιο επιθυμητός, αλλά και απαραίτητος. Και σίγουρα, δεν ήθελε να κλέψει δευτερόλεπτο από τον χρόνο που αυτός αφιέρωνε για να στέλνει τις ζεστές ακτίνες του σ' εκείνο το βασίλειο, το οποίο η ίδια μοιραζόταν με κάποιον άλλο. Εκεί όπου φύτρωναν αγάπη, ευτυχία, ελπίδα κι όνειρα και ο ήλιος τούς ήταν απαραίτητος για να μπορέσουν να φωτοσυνθέσουν και να αναπτυχθούν.

Στο δικό της, όμως, στο ολόδικό της βασίλειο, ο ήλιος ήταν περιττός. Εκείνη είχε τις πυγολαμπίδες της, φτιαγμένες από νάζι, να πετούν παιχνιδιάρικα και να φωτίζουν εκ των έσω τους θάμνους, μετατρέποντάς τους σε διάσπαρτα, περίτεχνα λαμπατέρ. Είχε τις πεταλούδες της, που φωσφόριζαν υπό το φως του φεγγαριού, να προπορεύονται και να της δείχνουν τον δρόμο. Κι είχε και την αστρόσκονη που έπεφτε στο έδαφος, να κάνει τα χορταράκια ν' αστράφτουν. Κάποιος της είχε πει ότι ήταν πάγος. Μικροί κρύσταλλοι νερού. Εκείνη δεν τον πίστεψε ποτέ. Ήξερε ότι ήταν η σκόνη που έπεφτε από τα αστέρια, όταν αυτά απoφάσιζαν να τιναχτούν, να κουνηθούν και να ξεμουδιάσουν. Τον άφησε να πιστεύει κι εκείνος το δικό του. Δεν ήθελε να καταρρίψει τη χαριτωμένη πλάνη του.

Και φυσικά... είχε και το αγαπημένο της φεγγάρι, μια μικρή φέτα λεμονιού που μοσχοβόλαγε ακριβώς όπως οι ανθισμένες λεμονιές την άνοιξη και το οποίο είχε πάντα ριγμένη μια ανεμόσκαλα για την αφεντιά της. Από αυτήν σκαρφάλωνε πάνω του, άλλοτε για να καθίσει με τα πόδια κρεμασμένα και να χαζέψει την επικράτειά της. Άλλοτε, για να κουρνιάσει στην κούρμπα του και να κοιμηθεί. Κι άλλοτε για να σταθεί στην άκρη του, σ' αυτή τη λεπτή μυτερή άκρη, και να κάνει στον εαυτό της μαθήματα ισορροπίας.

Αυτό που δεν είχε στο βασίλειό της, ήταν ανθρώπους. Παρά σπανίως, όταν κάποιοι ριψοκίνδυνοι κατάφερναν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που είχε αραδιάσει γύρω του και χάρη στην τόλμη τους κέρδιζαν την άδειά της να το περιδιαβούν. Ή όταν εκείνη αποφάσιζε να δείξει σ' άλλους τις μυστικές του διόδους. Δεν ήθελε ανθρώπους σε αυτόν τον ολόδικό της κόσμο, δεν χρειαζόταν αυλικούς. Ήθελε μόνο ησυχία. Ή, έστω, κουβέντες που ρέουν γάργαρα σαν το νεράκι σε νωχελικό ποταμό. Κουβέντες που οι ήχοι τους δεν ακούγονται σαν ξεκούρδιστη κιθάρα σε κουαρτέτο εγχόρδων. Γι' αυτό, λοιπόν, και εκείνη αποκάλυπτε τα μυστικά περάσματα σε λίγους. Σ' αυτούς που ήξερε ότι με το που πατήσουν το πόδι τους, θα τρέξουν να πάρουν ένα όργανο και θα μπουν κατευθείαν στον ρυθμό. Σ' αυτόν τον ρυθμό που γαργαλάει τα δέντρα και τα κάνει να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Χωρίς τις φάλτσες νότες, που θα τα έκαναν να βάλουν τα κλάματα.

Άλλωστε, τον περισσότερο καιρό της κι η ίδια τον περνούσε σ' εκείνο το άλλο βασίλειο, το κοινό, όπου πέρα από ήλιο, είχε πάντα και ανθρώπους. Όλων των ειδών τους ανθρώπους. Εύκολους και δύσκολους, ευτυχισμένους και δυστυχισμένους, ενδιαφέροντες και βαρετούς - ενίοτε και κάποιους απωθητικούς. Εκεί, όμως, δεν την ενοχλούσαν. Όποτε ήθελε, χωνόταν σε μια αγκαλιά που τους κρατούσε όλους απ' έξω. Κι όποτε η ίδια και ο συνοδοιπόρος της το είχαν ανάγκη, έφευγαν μαζί και πήγαιναν στο ολόδικό του βασίλειο. Της έκλεινε τα μάτια με μαντήλι και την καθοδηγούσε, κρατώντας την από το χέρι. Την είχε στο σκοτάδι όσο βρίσκονταν μαζί εκεί. Μπορεί να είχε νύχτα ή μέρα ή οι ώρες να εναλλάσσονταν. Δεν ήξερε, δεν την άφηνε να βγάλει το μαντήλι. Αλλά δεν την πείραζε. Περίμενε μέχρι να νιώσει εκείνος έτοιμος να της το λύσει. Μέχρι τότε, το μόνο που την ένοιαζε ήταν ότι εκεί, μαζί του, ένιωθε ασφαλής. Και ότι στερούμενη της όρασης, οξύνονταν όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις της. Και η αφή έκαιγε. Και η όσφρηση διέγειρε τις επιθυμίες της. Και η ακοή έστελνε κύματα που ερέθιζαν τον εγκέφαλό της. Και η γεύση ήταν έντονη - τη μια γλυκιά, την άλλη πικάντικη.

Πού και πού πεταγόταν και σε γειτονικά βασίλεια. Στα βασίλεια των φίλων της, στους δικούς τους, ολόδικούς τους κόσμους. Και έπαιζε με τα παιχνίδια τους. Και έτρωγε τις γεύσεις παγωτού που μόνοι τους έφτιαχναν και δεν έμοιαζαν με άλλες. Και έκανε μαζί τους μακριές βόλτες δίπλα στη θάλασσα. Κι έβλεπαν ταινίες, όχι όμως σε πανί, αλλά τις παρακολουθούσαν από μέσα, οι ίδιοι αθέατοι, με τους πρωταγωνιστές να γυρνούν γύρω τους, να περνούν από δίπλα τους, στο τσακ ήταν μάλιστα κάποιες φορές να τους πατήσουν. Ή αυτοί οι φίλοι, την έπαιρναν μαζί τους στα βασίλεια των δικών τους φίλων. Με πόση ευχαρίστηση γνώριζε καινούργιους κόσμους, να σαν κι αυτόν που είχε δέντρα φτιαγμένα από δαντέλα και οι κάτοικοί του φορούσαν ρούχα μόνο ριγέ!

Απόψε, όμως, αυτό που είχε ανάγκη ήταν να βρεθεί λιγάκι μόνη στο βασίλειό της. Να μην αρπάξει κάποια σκέψη, από αυτές που κρέμονταν από τα κλαδιά των δέντρων, και να τη μασουλήσει, παρά να κάτσει στη ρίζα του πιο ψηλού δέντρου και να βυθιστεί στις σελίδες του βιβλίου της, που θα τη μεταφέρουν σε έναν κόσμο πιο αληθινό...



Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Τζέκιλ & Χάιντ


- Γεια…
- Γεια σου!
- Πώς σε λένε;
Άνοιξε το στόμα της να απαντήσει, αλλά κάπου μπλόκαρε η φωνή και δεν βγήκε. Το ξανάκλεισε και άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, καθώς τον κοιτούσε μέσα στα δικά του. Εκείνος έσμιξε λίγο τα φρύδια του. Το ύφος του έδειχνε ήδη μια δυσαρέσκεια. Τζέκιλ, του απάντησε. Με λένε Τζέκιλ. Σχεδόν του το τραγούδησε. Κούνησε απαξιωτικά το κεφάλι του, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του που ήταν σίγουρη ότι καλό δεν θα ‘ταν, και την προσπέρασε, σπρώχνοντάς την άγαρμπα.
Έμεινε για λίγο ακίνητη. Το μόνο που έκανε ήταν να στρίψει το κεφάλι της όσο μπορούσε και από τις δυο μεριές και να περιεργαστεί το περιβάλλον γύρω της. Της έβγαλε μια πνιγερή μουντάδα. Κλειστά πορτοπαράθυρα, φθαρμένοι τοίχοι, απλωμένα σκοινιά, μοναχικά και έρημα, κάτι γλάστρες «σκασμένες» με ξεχαρβαλωμένα φυτά να κρέμονται από τα μπαλκόνια ποθώντας να αυτοκτονήσουν, αλλά ανήμπορα να εκπληρώσουν την επιθυμία τους έτσι εγκλωβισμένα που ήταν στο ξερό χώμα. Αν είχαν φωνή, ήταν σίγουρη ότι θα την εκλιπαρούσαν να τα τραβήξει με τα χέρια της, να τα ξεριζώσει και να τα αφήσει στο πεζοδρόμιο για να πεθάνουν. Θα την εκλιπαρούσαν να τους κάνει ευθανασία, όχι να τα πάρει μαζί της για να τα σώσει. Τόσο παραδομένα στη μιζέρια τους της φαίνονταν, τόσο εγκαταλειμμένα και χωρίς καμιά πλέον ελπίδα.
Έστρεψε το κεφάλι της προς τα πάνω, να δει ουρανό. Ένα κομματάκι του μόνο ξεπρόβαλλε ανάμεσα σε πανομοιότυπες πολυκατοικίες και σειρές από τηλεοπτικές κεραίες, που έμοιαζαν να κουτσομπολεύουν μεταξύ τους σαν κυράτσες σε λαϊκή. Ίσιωσε το βλέμμα της, εστίασε μπροστά, έσφιξε καλύτερα το πανωφόρι της πάνω της και είπε δυνατά Πρέπει να προχωρήσω. Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν είναι αυτό το μέρος για μένα.

Περπατούσε στον δρόμο σχεδόν σαν υπνωτισμένη. Δεν σκεφτόταν τίποτα παρά μόνο πώς να επιταχύνει το βήμα της για να απομακρυνθεί όσο πιο σύντομα γινόταν από αυτή τη βλέννα που έβγαζε πλοκάμια και επιχειρούσε να την κρατήσει για πάντα εκεί, κολλημένη μες στο σίχαμα.
-Επ κοπελιά, πρόσεχε!
Τινάχτηκε ενστικτωδώς, χωρίς να ξέρει στην πραγματικότητα από ποια πλευρά έπρεπε να τιναχτεί για να αποφύγει αυτό που την απειλούσε. Δεν είχε καν καταλάβει τι ήταν αυτό που την απειλούσε. Συμπτωματικά, έκανε τη σωστή κίνηση. Είχε μετατοπίσει το σώμα της δεξιά, αποφεύγοντας μια μετωπική με έναν νεαρό και το ποδήλατό του, η ρόδα του οποίου βρισκόταν τώρα ακριβώς στα αριστερά της. Ωωω, από πού εμφανίστηκε αυτός, γιατί δεν τον είδα;, αναρωτήθηκε. Αλλά η έκπληξή της ήταν μεγαλύτερη όταν το βλέμμα της περιπλανήθηκε ταχύτατα τριγύρω και είδε πράσινες πόρτες, κόκκινους τοίχους, γεράνια σε μικρά γλαστράκια κάτω από χειροποίητα κουρτινάκια, δυο γέρους καθισμένους στην μπροστινή βεράντα ενός σπιτιού να της χαμογελούν καλόκαρδα και δυο πιτσιρίκια με τα αυτοκινητάκια στο χέρι να έχουν σταματήσει για λίγο το παιχνίδι και να την περιεργάζονται.
Πού είμαι; Πότε έφτασα εδώ; Πώς έφτασα εδώ;, ρωτούσε η φωνή μες στο κεφάλι της, αλλά και πάλι μπλόκαρε και δεν έβγαινε από το στόμα της. Ο νεαρός την κοιτούσε υπομονετικά, χωρίς να της μιλάει. Όταν είδε ότι ο πανικός στο βλέμμα της άρχισε να καταλαγιάζει, τότε μόνο τη ρώτησε. Πώς σε λένε;, και στα αφτιά της έφτασε η ίδια πολύχρωμη γλύκα την οποία έβλεπε και με τα μάτια της. Το ένιωθε ότι αν άπλωνε το χέρι της να αγγίξει κάτι, χρώματα θα κυλούσαν και ανάμεσα στα δάχτυλά της. Δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος. Δεν θα δώσω τη λάθος απάντηση. Αυτό το μέρος είναι ακριβώς ό,τι θέλω, σκέφτηκε. Χάιντ, απάντησε δυνατά. Μεμιάς τα παιδάκια γύρισαν στο παιχνίδι τους και οι γέροι έπιασαν να μιλούν μεταξύ τους κάνοντας προφανή την αδιαφορία τους. Μόνο τα χρώματα έμειναν ίδια, ήταν πιο ζωντανά από τη φωνή της και την έπνιξαν με ευκολία πριν τα ταράξει. Αισθάνθηκε τα χέρια του νεαρού γύρω από το κορμί της. Είχε γύρει πάνω από το τιμόνι του ποδηλάτου του και την αγκάλιαζε. Την έπιασε τρέμουλο. Δεν καταλάβαινε γιατί. Την κράτησε σφιχτά, μέχρι αυτό να σταματήσει. Και μετά εκείνος τραβήχτηκε, ίσιωσε το δικό του κορμί πάνω στη σέλα, έπιασε το τιμόνι και έδωσε μια με το πέλμα του στο πετάλι. Σταμάτα να κρύβεσαι…, άκουσε τη φωνή του να της λέει, καθώς ξεμάκραινε από εκείνη. Μα… δεν κρύβομαι…, ψέλλισε, αλλά αυτός είχε απομακρυνθεί τόσο, που πια δεν υπήρχε περίπτωση να την ακούσει.

Κοίταξε ξανά γύρω της. Το μέρος εξακολουθούσε να είναι θελκτικό, αλλά εκείνη αισθανόταν πλέον ανεπιθύμητη. Ξαναέσφιξε μηχανικά το πανωφόρι της πάνω της, κλώτσησε νευρικά ένα πετραδάκι που βρισκόταν μπροστά στο παπούτσι της κι έπιασε ξανά να περπατά. Άκου εκεί να σταματήσω να κρύβομαι… Πώς του ήρθε να πει κάτι τέτοιο; Και πώς έβγαλε τέτοιο συμπέρασμα; Αφού το μόνο που πρόλαβα να του πω είναι πως με λένε Χάιντ!, μονολογούσε, χαμένη τόσο στις απορίες της που δεν τις «άκουγε» καν. Και φυσικά, πάλι δεν έβλεπε πού πήγαινε. Ούτε πρόλαβε να δει εκείνον, πριν πέσει πάνω του. Το μόνο που αισθάνθηκε ήταν να την τυλίγει μια θερμότητα. Και στη μύτη της έφτασε μια μυρωδιά που της ήταν οικεία, αλλά χωρίς να αντιλαμβάνεται γιατί της είναι οικεία. Είσαι καλά;, άκουσε τη φωνή του σαν μελωδία να της χαϊδεύει τ’ αφτιά, την ίδια στιγμή που οι παλάμες του την κρατούσαν γερά από τα μπράτσα. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Τα χείλη του χαμογελούσαν, αλλά τα μάτια του ήταν βυθισμένα στη μελαγχολία. Κι όμως το πρόσωπό του όλο απέπνεε γαλήνη. Με λένε Τζέκιλ & Χάιντ!, είχε βγει η φωνή της πριν προλάβει καν να το καταλάβει. Την κοίταξε απορημένος, αλλά μόνο στιγμιαία. Γιατί αμέσως μετά ξέσπασε σε γέλια. Και το γέλιο του την παρέσυρε κι άρχισε κι εκείνη να γελά. Καλώς ήρθες, λοιπόν, στα μέρη μας, Τζέκιλ & Χάιντ. Νομίζω ότι θα ταιριάξεις μια χαρά εδώ, της είπε με σιγουριά κι εκείνη για πρώτη φορά δεν γύρισε να κοιτάξει πού βρισκόταν. Ήταν σίγουρη ότι βρισκόταν εκεί ακριβώς που έπρεπε.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

It's a matter of ... "what if?"

Δεν ήξερε αν ήταν καλό ή κακό. Ούτε αν είχε κάποιο βαθύτερο "νόημα" να της αποκαλύψει. Και δεν την ένοιαζε κιόλας. Το γεγονός ήταν ότι κάτι την έπιανε τις Κυριακές τα βράδια... Κάτι αναμόχλευε η σκέψη της και τσουπ, τη στιγμή που ήταν πλέον πιο ξεκούραστη, αυτό το" κάτι" ερχόταν και της έριχνε ξεκάθαρο σκαμπίλι.

Αυτό συνέβη και εκείνο το κυριακάτικο βράδυ. Έφτιαξε ένα ζεστό ρόφημα να καλμάρει τις πρησμένες της αμυγδαλές, θρονιάστηκε αναπαυτικά στη γωνιά της στον καναπέ και έβαλε μια σειρά να παίξει, για να κλείσει αρμονικά τον κύκλο ηρεμίας του Σαββατοκύριακου. Δεν πρόλαβε, όμως, να δει πάνω από πέντε λεπτά και δυο λεξούλες ήρθαν και θρονιάστηκαν στη γωνιά του μυαλού της. Βολεύτηκαν με τη σειρά τους αναπαυτικά κι εκείνη την ξεβόλεψαν. What if... Ε ρε αυτό το καταραμένο το what if...

Δεν είχε περάσει καιρός από τότε που κάποιος της είπε ότι δεν υπάρχουν what ifs. Ότι αυτά είναι μόνο στο μυαλό μας. Ε, προφανώς! Το μυαλό μας είναι αυτό που επεξεργάζεται σενάρια που δεν έχουν υλοποιηθεί. Αυτό είναι που αναρωτιέται για επιλογές που δεν έγιναν και προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή η ίδια, αν σ' ένα και μόνο από τα μυριάδες σταυροδρόμια επέλεγε να πάρει τον άλλο δρόμο από αυτόν που εντέλει πήρε. Στο μυαλό μας ανατρέπονται οι επιλογές του παρελθόντος μας και χτίζονται εναλλακτικά παρόντα. Έσπευσε, λοιπόν, να συμφωνήσει. Τα what ifs δεν υπάρχουν έξω από το μυαλό μας. Η πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεται για υποθετικά σενάρια. Ούτε που θέλει να τα ακούσει - είναι κι αυτή ξεροκέφαλη, όπως θεωρητικά (αν πίστευε τις αστρολογικές κρίσεις και επικρίσεις) ήταν και η ίδια. Κάπου, όμως, μέσα της, και η δήλωση και η αβίαστη συμφωνία της σ'αυτήν, την έτρωγε. Κάτι δεν της κολλούσε. Κι αφού ολόκληρη την εβδομάδα εκείνη επέλεγε να αγνοήσει αυτό το "κάτι", ήρθε μόνο του βραδιάτικα να της κάνει βίζιτα. Αρμένικη.

Το πρόβλημά της δεν ήταν με τα παρελθοντολογικά what ifs. Ήταν ότι τόσο εκείνη όσο κι ο συνομιλητής της επέλεξαν να εστιάσουν σ'αυτά. Ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτά... Είναι κι εκείνα που άπτονται του παρόντος. Κι απ' τα οποία εξαρτάται το μέλλον. Δεν είναι μόνο "τι θα γινόταν, εάν...", είναι και "τι θα γίνει, εάν..". What if I choose this path over that - και η έμφαση πέφτει στον ενεστωτικό χρόνο του ρήματος. Αυτό που την έτρωγε, λοιπόν, είναι η εμμονή όλων -της ιδίας συμπεριλαμβανομένης- με το παρελθόν. Το "κόλλημα" του μυαλού σε μια πραγματικότητα που δεν δύναται να αλλάξει και η ταυτόχρονη αγκίλωσή του να μην αντιλαμβάνεται σε δεδομένες συνθήκες ότι υπάρχει και μια πραγματικότητα που μπορεί να αλλάξει. Για την ακρίβεια, όχι να αλλάξει, αλλά να γραφτεί εξαρχής. Είναι η πραγματικότητα που ξεκινά εδώ και τώρα. Κι εδώ τα what ifs είναι απτά, δεν είναι θεωρητικά. Γιατί από τις απαντήσεις σε αυτά, από την αντίδραση στο δικό τους ερέθισμα, θα εξαρτηθεί και τι θα περιλαμβάνει η μετέπειτα πραγματικότητα στις σελίδες της.

Τώρα που το σκεφτόταν, αυτό που την ενοχλούσε ήταν ότι και εκείνη και οι περισσότεροι γύρω της αντιλαμβάνονταν τη ζωή ως κάτι ρέον, αλλά την ίδια στιγμή την αντιμετώπιζαν ως κάτι στατικό. Βολεύονταν πίσω από σαρκασμούς -και αυτοσαρκασμούς-, της έδιναν μια νότα δράματος στην καλύτερη, μιζέριας στη χειρότερη, επιδείκνυαν σαν παράσημο την στωικότητά τους -πόσες φορές την είχε περιφέρει η ίδια αυτή τη στωικότητα, ούτε ο Επιτάφιος να ήταν...-, έστηναν στα 10 μέτρα τα what ifs για να βγάλουν πάνω τους τη χολή για τις επιλογές που δεν έκαναν και έκλειναν τα μάτια στις επιλογές που ανοίγονταν μπροστά τους. Καλύτερα να παίζουμε την τυφλόμυγα, παρά να κοιτάξουμε στα μάτια τα 10 διαφορετικά what ifs μας. Σωστά, γιατί μπορεί να είναι τα 10 φίδια που κρέμονται από τα κεφάλι της Μέδουσας κι αν τα κοιτάξουμε, ίσα που πετρώνουμε... Από φόβο. 

Είναι όντως καταραμένα τα what ifs. Είναι φορτωμένα με τόση αναστάτωση, θλίψη, πικρία, απογοήτευση, που κανένας δεν θέλει να τα κάνει παρέα. Τα φαντάστηκε στο μυαλό της να δακρύζουν για κάθε έναν που τους γυρνά επιδεικτικά την πλάτη. Να ετοιμάζονται να ανοίξουν το στόμα τους, σαν κάτι να θέλουν να πουν, αλλά να παραδίνονται τελικά και να μην λένε κουβέντα. Και όταν πλέον μένουν μόνα, να γυρίζουν και να ρωτάνε με παράπονο το ένα το άλλο "Μα γιατί κανείς δεν θέλει να μάθει ότι δεν κουβαλάμε μόνο αυτά; Πώς να τους πούμε ότι φέρουμε μέσα μας και τη ζωή που εκείνοι ονειρεύονται, όταν αρνούνται να μας ακούσουν; Τι το τρομακτικό έχει η όψη μας; Να τους φοβίζει άραγε η λέξη "επιλογές" που έχουμε tattoo στο μέτωπο; Δεν ξέρουν οι άνθρωποι ότι για όσες επιλογές δεν έκαναν, υπάρχουν τόσες και περισσότερες επιλογές μπροστά τους να διαλέξουν; What if οι άνθρωποι αποφάσιζαν πού και πού να αφήσουν την ασφάλεια αυτών που ξέρουν, για να δοκιμάσουν αυτά που φαντάζονται;...".



Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Dancing the pain away…

Είχε φτάσει στα όριά της. Το premenstrual syndrome αυτή τη φορά είχε αποφασίσει να παίξει ντραμς με τα νεύρα της -και μάλιστα με την ατάλαντη ορμή ενός εφήβου που πιάνει για πρώτη φορά μπαγκέτες στα χέρια του-, η παγωνιά της τρύπαγε το πετσί και σούβλιζε τα σωθικά της, οι συνάδελφοί της της έμοιαζαν γραφικοί στην καλύτερη, εκνευριστικοί δε, όταν συνειδητοποιούσε τον μονολιθισμό τους. Πλάσματα ογκώδη -στο μυαλό της- την έκαναν να νιώθει εκείνη ακόμα πιο μικρή απ’ ό,τι το φυσικό της μέγεθος και η γυναικεία ιδιότητά της την έκαναν να αισθάνεται ούτως ή άλλως σε ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο. Σε μια χώρα όμορφη μα κρύα. Σε ένα μέρος που δεν μιλούσε τη γλώσσα της. Ή που εκείνη δεν μιλούσε τη δική του.

Με το smartphone στο χέρι, χωμένη σε μια θέση του bus 31, άφηνε πίσω της τον έναν μετά τον άλλο τους δρόμους του Όσλο, ψάχνοντας τρόπους να «συνδεθεί» με πράγματα που της ήταν οικεία. Που χρησιμοποιούσαν τους ίδιους κώδικες με εκείνη. Που την έκαναν να αισθανθεί ασφάλεια, ώστε να χωθεί στην αγκαλιά τους. Να ξεχάσει τη φοβισμένη έφηβη που βγήκε πριν λίγο από τη σχολή χορού και να θυμηθεί ότι είναι η γυναίκα που αψήφησε τους φόβους της, προκειμένου να διερευνήσει τα όριά της. Να θυμηθεί ότι αυτή ακριβώς η ανάγκη της την έφερε σ’αυτή την όμορφη μα κρύα χώρα. Όταν πλέον οι Βρυξέλλες της έμοιαζαν μικρό χωριό. Και όταν το Λονδίνο της είχε δώσει ό,τι εκείνη μπορούσε να πάρει.

Μια κουβέντα ήταν όμως να το θυμηθεί… Κάπου μέσα στο μυαλό της πάσχιζε να προβληθεί αυτή η εικόνα του εαυτού της, αλλά ήταν λες και έβλεπε μόνο το περίβλημά του μέσα στην ομίχλη. Κι ήταν τόσο κουρασμένη ψυχικά, που δεν είχε κουράγιο να παραμερίσει την κουρτίνα που σχημάτιζαν τα υδροσωματίδια, να πλησιάσει αυτή τη «σκιά», να δει από κοντά τα χαρακτηριστικά της, να την αγγίξει ώστε να πειστεί ότι είναι αληθινή και όχι αποκύημα της φαντασίας της, να την πιάσει από το χέρι και να νιώσει τη θερμότητά της…

Μπήκε στο διαμέρισμά της ταλαιπωρημένη. Εκνευρισμένη. Με τους άλλους και με τον εαυτό της. Με αυτή την παραλυτική αίσθηση ότι είναι μόνη, παρόλο που η μοναξιά δεν υπήρχε ποτέ στο λεξιλόγιό της. Ή στην πραγματικότητά της - τόσο αυτή που έβλεπε όσο κι αυτή που ένιωθε. Συνδέθηκε ξανά στο διαδίκτυο. Από κάπου να πιαστεί… Είχε μήνυμα. Δηλαδή, όχι ακριβώς μήνυμα… Είχε ένα τραγούδι. Κανελλίδου; Τι μπορεί να πει η Κανελλίδου σ’ έναν άνθρωπο που θέλει να χορέψει στο σκοτάδι του Bruce Springsteen; Ή που ονειρεύεται να χορεύει με τον Jarvis Cocker αλά Disco 2000; Της κίνησε όμως της περιέργεια… Και το έβαλε να παίξει. Call me, Don’t be afraid, you can call me, Maybe it’s late, but just call me, Tell me and I’ll be around... την άκουσε να τραγουδά. Και δεν ήταν πια μόνη. Κι ας μην ήταν η Κανελλίδου… Petula Clark. Κι ας απείχε η ίδια χιλιόμετρα απ’ ό,τι αγαπούσε. Κι ας πάγωναν οι ανάσες στο Όσλο, κι ας την χώριζαν υδροσωματίδια από αυτό που είχε ανάγκη να θυμηθεί. Εκείνη τη στιγμή, όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Εκείνη τη στιγμή το σώμα της υπάκουσε στην -οριακά λεσβιακή- αγάπη που της ερχόταν από μακριά. Και στην αγάπη για τον εαυτό της. Για κάθε μικρό κομμάτι του, ακόμα και για την ανασφαλή και πεισμωμένη έφηβη που έκρυβε μέσα της - ή έβγαζε προς τα έξω.

Εκείνη τη στιγμή μπορούσε μόνο να χορέψει. Να χορέψει παρέα με την Κανελλίδου όλο τον πόνο away. Χωρίς άγχος, χωρίς τον ψυχαναγκασμό του «Τώρα. Τώρα πρέπει να πιάσω την “γυναίκα” από το χέρι. Τώρα πρέπει να θυμηθώ ότι είμαι αυτή η γυναίκα». Εκείνη, άλλωστε, δεν θα πήγαινε πουθενά. Θα ήταν εκεί και αύριο, σαν σκιά στην ομίχλη της ψυχής της, περιμένοντάς την καρτερικά, ώστε να συνεχίσουν μαζί να καταρρίπτουν τους φόβους τους…



Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Who would want to be an eccedentesiast?


Η μέρα είχε ξεκινήσει με μια νιφάδα χιονιού. Αυτή που έκατσε στη μύτη της μόλις βγήκε από το σπίτι, για να την κάνει να χαμογελάσει. Συνεχίστηκε με πολλές περισσότερες που έσκαγαν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου κι εκείνη άφηνε τα χέρια από το τιμόνι και τ’ άπλωνε τάχα μου για να τις αγγίξει. Και μετά ακόμα περισσότερες, που έμοιαζαν σαν να έχουν στήσει μανιασμένο χορό έξω από γραφείο της. Και κάποια στιγμή, οι νιφάδες εξαφανίστηκαν. Έτσι απλά, έπαψαν να την καλούν να μπει στον χορό τους. Κι ήταν σαν ξάφνου να σταμάτησε και η μουσική που τις κινητοποιούσε. Και η ίδια βούλιαξε στην απόλυτη ησυχία της σιωπής.

Τίποτα. Το μεγαλύτερο ψέμα που μπορεί στόμα να ξεστομίσει στην ερώτηση «τι έχεις;» ή στην εναλλακτική της: «τι συνέβη;». Κι όμως, αυτό το ψέμα αναπαράγουμε όλοι με μεγάλη ευκολία, όποιος κι αν είναι αυτός που μας ρωτά - μάνα, πατέρας, φίλος ή εραστής. Ποτέ δεν είναι… τίποτα. Πάντα είναι «κάτι». Κάτι είναι αυτό που κάνει τη διάθεσή μας να μεταστραφεί με τόση ευκολία κι απ’ τη χαρά να πέσουμε στη θλίψη. Δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό ή κάτι «μεγάλο». Μπορεί να είναι τόσο απλό όσο το ότι μας πνίγει ο στενός ορίζοντας ενός χώρου, γιατί το μάτι μας θέλει να «χαθεί» εκεί που ο ορίζοντας συναντά τη θάλασσα. Μπορεί να είναι μια εκούσια αντίδραση σε ένα ακουστικό ή οπτικό ερέθισμα. Ή ακόμα και μια ακούσια αντίδραση σε ένα τέτοιο ερέθισμα, που άθελά του έχει πάει κι έχει χτυπήσει καμπανάκι. Κι εσύ ακούς το καμπανάκι, αλλά αγνοείς -ή θέλεις να αγνοήσεις- από πού ακριβώς προέρχεται. Και γιατί ακριβώς χτυπάει. Όπως και να έχει, πάντα κάτι κρύβεται πίσω από το «τίποτα». Το πρόβλημά της δεν ήταν να το παραδεχτεί. Το «πρόβλημά» της ήταν αν έπρεπε να μοιραστεί αυτό το «κάτι» που είχε παραδεχτεί. Λάθος. Αν ήθελε να το μοιραστεί.

Πίσω στο σπίτι όπου μεγάλωσε. Γέλασε αναλογιζόμενη ότι κι εκείνη, όπως όλοι, ήταν η χαρά του ψυχολόγου. «Μίλησέ μου για τα παιδικά σου χρόνια…». Κι όμως, άδικο θα είχε να τη ρωτήσει; Αφού κι εκείνη εκεί αν-έτρεχε, όποτε αισθανόταν ανισόρροπη. Εν μέρει γιατί ήταν το ασφαλές της περιβάλλον. Κι εν μέρει γιατί ήταν η πηγή απ’ όπου ανέβλυσε, πριν κυλήσει παρακάτω για να φτιάξει τη δική της λιμνούλα. Η όποια ορμή της, από αυτή την πηγή καθορίστηκε.

Θυμήθηκε τον ευαίσθητο και υπεραναλυτικό πατέρα της, που όποτε δεν την έβλεπε καλά, την άρχιζε στις ερωτήσεις. «Τι σου συμβαίνει; Γιατί κλαις; Να το συζητήσουμε…». Κι όσο εκτιμούσε την προσπάθειά του, τόσο θύμωνε γιατί αυτή η προσπάθειά του απαιτούσε μια ανάλογη κι απ’ την ίδια, τη στιγμή που εκείνη δεν ήθελε να προσπαθήσει για τίποτα. Τη στιγμή που ήθελε απλώς να αφεθεί σ’ αυτό που αισθανόταν, χωρίς να χρειαστεί να το εκλογικεύσει προκειμένου να καταλήξει βεβιασμένα σ’ ένα «όλα περνάνε κι όλα θα πάνε καλά, ναι το ξέρω». Εκείνη ήθελε απλώς να το αφήσει να κάνει τον κύκλο του και να φτάσει αβίαστα όχι πλέον στο συμπέρασμα, αλλά στην πίστη ότι όλα θα πάνε καλά. Με τον πατέρα της, όμως, το «τίποτα» δεν έπιανε ποτέ. Το «δεν θέλω να συζητήσω» δε, θα ισοδυναμούσε με σενάρια καταστροφής. Έτσι εκπαίδευσε εαυτόν να πατάει κουμπάκι κι ενώ πνιγόταν στη θλίψη ή από τα υπόκωφα δάκρυα, το πρόσωπό της φορούσε το καλό της χαμόγελο. Θα έκανε οτιδήποτε, αρκεί να μη χρειαζόταν να συζητήσει αυτό που δεν ήθελε να συζητήσει. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Μικρό ή μεγάλο. Σημαντικό ή ασήμαντο.

Θυμήθηκε και τη μητέρα της. Που ήταν το άλλο άκρο. Εκείνη δεν την πίεζε να συζητήσει. Η μητέρα της εκείνα τα χρόνια, δεν συζητούσε ούτε η ίδια. Σε αντίθεση με τον πατέρα της που ήταν ανοιχτό βιβλίο, η μητέρα της ήταν το πιο ερμητικά κλεισμένο στρείδι. Με κάτι σαν δυσανεξία στην εκδήλωση συναισθημάτων. Πέρασαν πολλά χρόνια για να δει τον πλούτο των συναισθημάτων της μάνας της, να τα νιώσει να την αγκαλιάζουν, να αναγνωρίσει σ’ αυτά μέρος μεγάλο των δικών της. Μέχρι τότε, όμως, χαμόγελο κι εδώ... Το ανώδυνο χαμόγελο.

Είχε χαμογελάσει τόσο πολύ στη ζωή της, που κάποιες φορές πλέον τα χείλη της έκαναν αυτόματα την κίνηση - κι ας μην υπήρχε «υποστήριξη» από πίσω. Δεν το ήθελε, όμως, πια αυτό… Ήθελε να μη χρειάζεται να κρύβεται πίσω από χαμόγελα. Ήθελε να απελευθερωθεί από τα χαμόγελα. Να μπορεί να γελάσει δυνατά αν το νιώθει. Και να κλάψει αν το χρειάζεται. Να μείνει αμίλητη αν δεν έχει κάτι να πει. Και σιωπηλή αν δεν θέλει να διαταράξει την ευεργετική ησυχία της σιωπής. Ήθελε να έχει δικαίωμα στη θλίψη που εκούσια ή ακούσια της έχει προκαλέσει ένα ακουστικό ή οπτικό ερέθισμα. Ήθελε να έχει τον χώρο να είναι ο εαυτός της. Και να παίρνει τον χρόνο που χρειάζεται ο εαυτός της για να καταλήξει στην πίστη ότι όλα θα πάνε καλά. Χωρίς να εκβιάσει αυτό το συμπέρασμα σε μία συζήτηση με οποιονδήποτε - πατέρα, μάνα, φίλο ή εραστή.

Είχε ανάγκη να γίνει πιο αληθινή. Να μην χρειάζεται να απαντάει «τίποτα». Να έχει δικαίωμα να μην απαντήσει τίποτα, μέχρι να νιώσει έτοιμη -κι ως εκ τούτου να θελήσει- να μοιραστεί το «κάτι». Εξάλλου, τα κουμπάκια της είχαν αρχίσει να βγαίνουν νοκ άουτ από την πολλή χρήση τόσα χρόνια. Και να ήθελε, δεν μπορούσε να βασίζεται σ’ αυτά - ούτως ή άλλως, κάτι μέσα της της έλεγε ότι δεν τα είχε πια τόσο ανάγκη… 


Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Start at the beginning


Στο σπίτι όπου μεγάλωσε, η θλίψη δεν είχε θέση. Ούτε οι καβγάδες. Στο σπίτι όπου μεγάλωσε, τα συναισθήματα υπηρετούσαν την ασφάλεια του «όλα βαίνουν καλώς». Τώρα που είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να μένει σε δικό της σπίτι, αναρωτιόταν αν αυτό το «όλα βαίνουν καλώς» ήταν επίπλαστο. Αν η ηρεμία είχε πλέξει με τόσο σφιχτές βελονιές ένα πέπλο, που είχε καλύψει πολύ καλά καθετί που «ξέφευγε» από τη νόρμα τους, ώστε να μπορούν όλοι απενοχοποιημένα να το αγνοούν. Ήταν άραγε έτσι; Ή η νόρμα τους είχε επίσης υφανθεί τόσο σφιχτά, που σπάνια στην πραγματικότητα «πετούσε» κλωστούλα; Και σ’ αυτήν ακόμα την περίπτωση, η ατίθαση κλωστούλα μπορούσε να κοπεί με το ψαλιδάκι, χωρίς να αρχίσει να ξηλώνεται το υπόλοιπο υφαντό τους;

Τον τελευταίο χρόνο ερχόταν συχνά αντιμέτωπη με την έννοια του «perception». Δεν ήταν κάτι καινούργιο. Πολλές φορές στη ζωή της είχε κλάψει από απελπισία επειδή οι άλλοι, οι οποιοιδήποτε άλλοι, δεν την καταλάβαιναν. Ή έτσι νόμιζε. Στην πραγματικότητα, απλώς η οπτική τους διέφερε από τη δική της. Άλλες φορές τους χώριζε ρυάκι, κι άλλες το Γκραν Κάνυον. Της πήρε πολλά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι δεν όφειλε κανείς να υποταχτεί στη δική της οπτική - κατάλοιπα του να μεγαλώνεις ως μοναχοπαίδι. Κι ότι, αντίστοιχα, ούτε κι εκείνη όφειλε να υποταχτεί στη δική τους, μόνο και μόνο για να αποφύγει αντιπαραθέσεις, στη διαχείριση των οποίων ήταν άμαθη - το σπίτι όπου μεγάλωσε... Έμαθε προοδευτικά να χρησιμοποιεί το «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Τον τελευταίο χρόνο, όμως, κι αυτό είχε αρχίσει να χωλαίνει στο μυαλό της. Πόσες φορές μπορείς να συμφωνήσεις ότι διαφωνείς με κάποιον; Πόσες φορές η οπτική σας μπορεί να αποκλίνει; Πόσες φορές αυτή η διαφορετική οπτική μπορεί να δημιουργήσει χάσμα στην επικοινωνία; Και κυρίως, μετά από πόσες τέτοιες φορές πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι είναι τελικά περισσότερα αυτά που σε χωρίζουν από αυτά που σε δένουν με κάποιον; Κι όταν ακόμα το συνειδητοποιήσεις, πού θα σταθείς, στην ποσότητα αυτών που σας χωρίζουν ή στην ποιότητα αυτών που σας δένουν;

“…What happens is of little significance compared with the stories we tell ourselves about what happens. Events matter little, only stories of events affect us, είχε διαβάσει πρόσφατα κάπου. Και μάλλον είχε έρθει η ώρα να γράψει αυτά τα stories, να τα «ακούσει» κι η ίδια, αν ήθελε να αποκωδικοποιήσει επιτέλους την τάξη που φώλιαζε μέσα στο χάος… Τα stories τα δικά της, αλλά κι εκείνα των άλλων. Ήταν πάντα μοναχοπαίδι, αλλά δεν ήταν ποτέ μόνη. Και τα perceptions των άλλων ήταν τόσο σημαντικά για τη ζωή της όσο και τα δικά της. Πάντα ήταν. Ακόμα κι όταν συμφωνούσε ότι διαφωνούσε. Τώρα πια το ήξερε. Κι ήταν πλέον έτοιμη ν’ αρχίσει…