Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Το κουτάβι μες στη γάτα

Το μυαλό της ταξίδεψε στο 1996. Τότε που στη ζωή της υπήρχε μία Όλγα. Η φίλη της η Όλγα. Αναλογίστηκε αυτή τη φιλία που δεν έμοιαζε με καμία άλλη μέχρι σήμερα. Δημιουργήθηκε ξαφνικά -δεν θυμόταν καν πώς και γιατί- αναπτύχθηκε ακολουθώντας μια πορεία διαφορετική από τις υπόλοιπες και έληξε εξίσου ξαφνικά όπως ξεκίνησε. Αλλά και με μια φυσικότητα που δεν την προβλημάτισε ποτέ. Ήταν σίγουρη πως ούτε και την Όλγα θα προβλημάτισε.

Δεν είναι πως δεν έλεγαν τα γκομενικά τους, όπως και με τις υπόλοιπες φίλες της. Ούτε πως δεν χασκογελούσαν με κάποια βλακεία. Ή πως δεν είχαν κλάψει μαζί, πως δεν είχαν αναλύσει οικογενειακές σχέσεις, κοινωνικούς ή προσωπικούς προβληματισμούς και συναισθήματα. Αλλά με την Όλγα είχε γίνει ακριβώς αυτό: Είχαν αναλύσει συναισθήματα. Δεν τα είχαν μοιραστεί. Συμπαθούσαν, εκτιμούσαν, εμπιστεύονταν η μία την άλλη, υπό μία έννοια αγαπούσαν η μία την άλλη, αλλά η σχέση τους ήταν πρωτίστως εγκεφαλική. Ήταν κυρίως εγκεφαλική. Συζητούσαν για ιδέες - και ιδεολογίες. Διάβαζαν μαζί τον Αντίχριστο του Νίτσε και έπιαναν παθιασμένους διαλόγους για τον Άνθρωπο. Αλλά το πάθος τους έμοιαζε με αυτό επιστημονικού ερευνητή που παρατηρεί τα πειραματόζωά του στο εργαστήριο. Συζητούσαν σαν εξωτερικοί παρατηρητές και μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Υπήρχε κάτι αποστειρωμένο στην προσέγγισή τους. Δεν είχε τόσο ψυχή αυτή όσο λογικές αλληλουχίες.

Όταν μίλησαν τελευταία φορά, 2-3 χρόνια από τότε που μίλησαν για πρώτη φορά, η Όλγα ξεκινούσε τις σπουδές ιατρικής της. Κι εκείνη, αντίστοιχα, δημοσιογραφίας. Η Όλγα της είπε για κάτι σεμινάρια φωτογραφίας που έκανε. Και για το πώς πρόσφατα μία τύπισσα τής εξήγησε ότι πρέπει να κινείς τα βλέφαρα ώστε να κάτσει καλύτερα η μάσκαρα πάνω στις βλεφαρίδες. Εκείνη της είπε για τον πρώτο της έρωτα και πως συμπτωματικά θα σπούδαζαν στην ίδια πόλη, και της εξέθεσε τους προβληματισμούς της για το γεγονός αυτό. Και έκλεισαν το τηλέφωνο, με μια "υπόσχεση" να αιωρείται ότι... θα τα ξαναπούμε - αύριο, μεθαύριο, σε τρεις μήνες, δεν έχει σημασία πότε, αλλά θα τα ξαναπούμε. Δεν αποχαιρετίστηκαν σαν να πρόκειται να μην ξαναμιλήσουν. Είχαν περάσει 15 χρόνια. Και δεν είχαν ξαναμιλήσει. 

Δεν υπήρξε κανένα παράπονο, κανένα δράμα, καμία διεκδίκηση, καμία ενοχή. Στην ίδια δεν έλειψε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια η Όλγα. Δεν την αναζήτησε ποτέ. Τη θυμόταν σπάνια, αλλά σε κάθε περίπτωση με ευχαρίστηση. Όχι όμως και με τρυφερότητα, αγάπη ή αντίστοιχα, πικρία και θλίψη. Φανταζόταν δε, ότι αν κάποια στιγμή την πετύχαινε κάπου τυχαία στον δρόμο, αν είχαν χρόνο θα έμπαιναν στο πρώτο καφέ που θα έβρισκαν μπροστά τους και θα αντάλλασσαν το πού είχαν καταλήξει έπειτα από τόσο χρόνια όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Γενικά. Όχι τις δικές τους σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Για το πώς έβλεπαν τον Άνθρωπο και όχι τους ανθρώπους τους. Και μετά θα χωρίζονταν με χειραψία, όχι με αγκαλιά. Παρ' όλα αυτά, με ευχαρίστηση.

Η Όλγα ήταν για κείνη ο ταξιδευτής που έφτασε στη ζωή της κι έμεινε για λίγο να την εξερευνήσει, να μοιραστεί τη γνώση που αποκόμισε στους προηγούμενους προορισμούς της, και μετά κίνησε -όπως ήταν προδιαγεγραμμένο- για τον επόμενο. Δεν μπορούσε να ξέρει τι ήταν εκείνη για την Όλγα, αλλά δεν θα την εξέπληττε αν άκουγε κάτι αντίστοιχο. Αυτό, άλλωστε, αισθανόταν η ίδια, σαν να είχε κάνει μια στάση 2-3 χρόνων στην "πόλη" Όλγα.

Αυτή η "σχέση" υπήρξε η πιο εύκολη της ζωής της. Η πιο fluent. Ένιωθε, όμως, ότι της άρμοζαν και πλήρως τα εισαγωγικά. Χωρίς συναισθηματική επένδυση, νοείται σχέση; Χωρίς να σε νοιάζει αν θα υπάρχει "αύριο"; Είναι σχέση μια αλληλουχία από αποστασιοποιημένα "σήμερα", που απλώς κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο αρμονικά και ήσυχα, αλλά δεν αγγίζονται καν μεταξύ τους - να κρατιούνται από το χέρι, φτιάχνοντας μια αλυσίδα δε, ούτε λόγος;

Θυμήθηκε σήμερα την Όλγα, γιατί έπεσε πάνω σε μια μεγάλη αντίφαση του εαυτού της. Συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος που έχει περάσει τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του -όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή του μέχρι σήμερα- δεσμευμένος, είναι ο ίδιος άνθρωπος που φοβάται τη δέσμευση περισσότερο απ' ό,τι ο διάβολος το λιβάνι. Σήμερα κατάλαβε γιατί αγαπάει τόσο τα σκυλιά. Επειδή άπαξ και δεθούν με έναν άνθρωπο, είναι δοτικά άνευ όρων. Ενώ εκείνη φέρεται σαν γατί. Είναι χαδιάρα, ναζιάρα, γουργουρίζει από ευχαρίστηση, χώνεται σε αγκαλιές και τρίβεται, αλλά κουβαλά και μια υπεροψία, μια ευκολία στη συναισθηματική αποστασιοποίηση και κυρίως, ενστικτωδώς βγάζει νύχια απέναντι σε κάθε τι που τη φοβίζει...

Αυτό που φοβόταν, λοιπόν, περισσότερο ήταν το κουτάβι που άκουγε να γαβγίζει παιχνιδιάρικα μέσα της. Αυτό που ποθούσε όσο τίποτα άλλο να αφεθεί στα συναισθήματά του άνευ όρων. Έμενε μόνο να ξεριζώσει τα νύχια της για να μην το σφαγιάσει...