Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Fire - all the way

Πόσες ζωές μπορείς να χωρέσεις σε μία; Πόσες πραγματικότητες; Πόσες επιθυμίες; Πόσοι άνθρωποι μπορούν να κατοικούν στο ίδιο σώμα; Πόσες σκέψεις μπορούν να περάσουν και να μην αφήσουν ουλές; Πόσες φορές μπορείς να τις ακολουθήσεις απαλά με τα ακροδάχτυλά σου και πόσες να κλείσεις τα μάτια για να μην τις βλέπεις; Πόσες φορές το μυαλό σου θα λέει "let it go" κι η καρδιά σου θα γραπώνει γερά; Πόσες φορές θα ευγνωμονείς το πείσμα σου γιατί σε πάει μπροστά και πόσες θα το καταριέσαι γιατί σε κρατάει πίσω;

Είσαι άπληστη, της είπε. Unrestful είμαι, θα ήθελε να του πει. Αλλά προτίμησε να υιοθετήσει το "άπληστη" κι εκείνη. Αν ήταν άπληστη, είχε ελπίδες κάποια στιγμή να αλλάξει. Μπορούσε να το αποδώσει σε ένα state of mind, που χρειάζεται μόνο positive thoughts - κι απ' αυτές είχε μπόλικες, τόσες ώστε να μην την τρομάζει τίποτα. Ενώ αυτό το unrestful, της έφερνε σύγκρυο. Την έκανε να νιώθει lost case. Της ξυπνούσε κάθε "εσένα δεν θα σ' αντέξει κανείς" που είχε ακούσει στη ζωή της. Και δεν ήταν και λίγες οι φορές που το είχε ακούσει. Ούτε λίγοι αντίστοιχα, αυτοί που της το είχαν πει...

Στο μυαλό της γυρνούσε διαρκώς αυτές τις μέρες η κουβέντα που της είχε πει εκείνη. Εκείνη που τον τελευταίο χρόνο είχε έρθει τόσο κοντά, ώστε να βλέπει και πίσω από τις σκιές της. Εσύ, κορίτσι μου, είσαι φωτιά. Σε ελεγχόμενες συνθήκες, είσαι πολύτιμη. Δίνεις ζεστασιά, θαλπωρή, τρέφεις. Ανεξέλεγκτη, όμως, είσαι καταστροφική. Καταπίνεις ό,τι βρίσκεις στο διάβα σου κι αφήνεις πίσω σου στάχτες κι αποκαΐδια. Έβαζε η ίδια στην εξίσωση και τον αέρα που φυσούσε στο μυαλό της -άλλοτε ήπιος κι αναζωογονητικός κι άλλοτε λυσσαλέος κι εξίσου καταστροφικός- κι ευχόταν να τους έχει όλους μπροστά της, όλους αυτούς που πίστευαν πως δεν θα την αντέξει κανείς -ή που της απέδειξαν πως εκείνοι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να την αντέξουν- για να τους ρωτήσει ήρεμα: Πιστεύετε πως εγώ εύκολα αντέχω τον εαυτό μου;...

Ούτε απελπισία ούτε αυτοοικτίρισμα δεν θα είχε η φωνή της. Δεν ένιωθε το δράμα να κυλάει στο αίμα της αυτή τη στιγμή ούτε το neediness της να την αρπάζει από τον λαιμό. Θα ήθελε απλώς να τους δείξει πως καταλαβαίνει. Έστω και κατόπιν εορτής, καταλαβαίνει. Έστω και με τόση καθυστέρηση, αντιλαμβάνεται πλέον πως δεν είναι ο εύκολος άνθρωπος που πάντα ήθελε να πιστεύει. Χα, είναι λίγο αστείο... Μέχρι τώρα νόμιζα πως παραμυθιαζόμουν για τους άλλους. Κι η μεγαλύτερη, τελικά, παραμύθα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός. Γέλασε. Κάθε κεφάλαιο και μια νέα αποκάλυψη. Τη μια, τα ψεύτικα χαμόγελα. Την άλλη, το σύνδρομο του μεσσία. Πριν ή μετά, εκείνο του υπερανθρώπου. Κάπου ενδιάμεσα η "βόλεψη" των άλλων. Κάποια στιγμή πήγε να πέσει πάνω στην αγάπη του εαυτού και να σταματήσει να τον βλέπει σε αντιπαραβολή με άλλους εαυτούς, έξω από εκείνην, αλλά ήταν κουκκίδα στον ωκεανό και χάθηκε. Κάπου επικαλέστηκε γάτες και κουτάβια, αλλά αδέσποτα ήταν, πέρασαν, έφυγαν. 

Και τώρα είχε μείνει με την καυτή πατάτα στα χέρια: Είχε τον αβόλευτο. Εκείνη. Μέσα της. Γι' αυτό ξεβόλευε και τους άλλους, εκείνη στην πραγματικότητα και όχι το ανάποδο. Μαζεύονταν, κάθονταν γύρω της, ζέσταιναν τα χέρια τους, την τροφοδοτούσαν αφειδώς για να γίνεται πιο δυνατή, πιο φωτεινή, πιο παιχνιδιάρα με τις φλογίτσες της, πιο θερμή, κι εκεί που πήγαιναν να ζεσταθούν μέχρι και το μεδούλι και να αφεθούν να γλαρώσουν δίπλα της, εκείνη έκανε ένα "τσαφ" και εξαπλωνόταν παντού, έβαζε φωτιά σε μπατζάκια και τους έτρεπε σε φυγή. Άφηναν την πόρτα ανοιχτή στον πανικό τους κι έβρισκε δίοδο για να ορμήσει στο κατόπι τους. Καίγοντας, μεγάλωνε. Κι η όρεξή της μεγάλωνε μαζί. Όλα, ήθελε να τα καταπιεί όλα. Τόση ήταν η λαχτάρα της να τα βάλει όλα μέσα της που τη θλίψη για τις στάχτες που άφηνε πίσω της, την αντικαθιστούσε σύντομα ο ενθουσιασμός για ό,τι ζωντανό ακόμα έβλεπε μπροστά της. Και μια παράλογη ελπίδα πως αυτό θα παρέμενε ζωντανό, παρά το σφιχταγκάλιασμά της. 

Από μικρό παιδί αισθανόταν πως δεν "χωρούσε". Ούτε σε μαγκάλια, ούτε σε στόφες, ούτε σε τζάκια. Νωρίς την προειδοποίησαν πως "εσένα δεν θα σ' αντέξει κανείς". Ήθελε να τους μαζέψει όλους αυτούς που τη φοβήθηκαν και να τους πει πως πλέον καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που τους φόβισε. Αλλά είχε βρεθεί ένας άνθρωπος που την αποκαλούσε άπληστη, ενώ ήξερε πως είναι unrestful. Κι εξακολουθούσε όχι απλώς να γλαρώνει, αλλά να κοιμάται δίπλα της, παρά τις φορές που τον είχε καψαλίσει - κι όλες εκείνες που μπορούσε να περιμένει πως θα τον καψαλίσει ακόμα. Την άφηνε να κάψει ανεξέλεγκτα ό,τι δεν ήταν πολύτιμο, ό,τι μπορούσε να αντικατασταθεί, κι όταν την έβλεπε να γίνεται επικίνδυνη, άρπαζε τη μάνικα και την έθετε υπό έλεγχο. Μαζί του, και κάποιοι άλλοι που δεν χρειαζόταν να είναι εξίσου γενναίοι, αλλά έσπευδαν τελικά για να βοηθήσουν με το λάστιχο. Ήθελε να τους μαζέψει και να τους πει πως είχε υπάρξει τυχερή, γιατί είχε βρεθεί και ένας που όταν είχε ακούσει "Τζέκιλ και Χάιντ", γέλασε αντί να το βάλει στα πόδια, κι ήταν ακόμα εδώ - τουλάχιστον, ακόμα. Κι ήθελε να τους ευχαριστήσει, γιατί την πείσμωσαν αρκετά ώστε να μη συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο από κάποιον που θα μπορούσε να αντέξει τη φωτιά της, χωρίς να βαλθεί, από φόβο, να τη σβήσει εξαρχής.

Κι ίσως κάποια στιγμή, άλλη στιγμή, να τους ξαναμάζευε. Γιατί είχε κι άλλα να τους πει. Είχε να τους πει και για εκείνους από τους οποίους δεν απαιτούσε να είναι εξίσου γενναίοι, αλλά τους ήταν ευγνώμων, γιατί ενώ έτρεχαν μακριά της έχοντάς τους βάλει φωτιά στα μπατζάκια, γύρναγαν τελικά για να πιάσουν κι από ένα λάστιχο. Τους ευγνωμονούσε που ενώ κι εκείνοι ήξεραν πως είναι urestful, τη βοηθούσαν να μη νιώθει lost case. Τους αγαπούσε όλους αυτούς. Πολύ. Αυτοί ήταν όλες της οι ζωές, σε μία. Κι ακόμα κι αν εκείνη δεν ήξερε πώς να χωρέσει, χωρούσαν εντέλει αυτοί. Μέσα της.



Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Distortion. Once. Again.

Καταραμένο PMS, άσε με πια, άσε με, ήθελε να φωνάξει, αλλά πού να το φωνάξει, να μην την ακούσει κανείς και την πάρει για τρελή που ουρλιάζει στις ορμόνες της;

Αυτά τα reccuring themes στις σκέψεις και στα λόγια της πολύ την εκνεύριζαν. Η σκατοψυχιά που την έπιανε όταν περίμενε περίοδο, την εκνεύριζε. Το χαρωπό ήπιο πλάσμα εξαφανιζόταν και στη θέση του εμφανιζόταν μια τύπισσα με μάτι που έσταζε αίμα και κάθε κοφτή κίνηση του λαιμού της συνοδευόταν κι από ένα ανατριχιαστικό κρακ. Η στάχτη έπεφτε στο πληκτρολόγιο αντί στο τασάκι και το ούζο αντί να της γλυκαίνει την ψυχή, έβαζε μέσα της αγκάθια που της άφηναν ανοιχτές τρύπες λες και την είχαν γαζώσει σφαίρες. Άκουσε μια φωνή να τη φωνάζει αχινάκι και τη θέση του ήλιου, της άμμου και του αλατιού, πήραν κεραυνοί και αφρισμένες θάλασσες. Άκουσε μια άλλη να της μιλά για υστερίες και αφροί κύλησαν από το στόμα της. Δεν είναι υστερία, λύσσα είναι, σκέφτηκε και ένα μαύρο τέρας στήθηκε μπροστά της για να αναμετρηθούν.

Μια αγκαλιά πήγε να την τυλίξει κι ούτε καν αυτή δεν ήταν σε θέση να ανεχτεί το κορμί της. Ανοχή. Λέξη ξεχειλωμένη. Αυτός, όμως, δεν της έφταιγε. Ήταν ο μόνος τώρα που δεν έφταιγε. Τι έφταιγε;...

Θλίψη. Ζήλια. Γιατί, πεταμένα στο πάτωμα να συνθλίβονται κάτω από το πέλμα της σαν κατσαρίδες. Τελικά ήταν σίγουρη ότι αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα; Δικός της ή δικός του ήταν ο φόβος της αναμέτρησης με το τέρας της; Εκείνη ήθελε να ορμήξει, να γδάρει, να γδαρθεί, να ματώσει, να κλάψει, να ουρλιάξει, να χτυπήσει και να χτυπηθεί, να εξαντλήσει και να εξαντληθεί. Να πεθάνει και να αναγεννηθεί. Σήμερα. Μέσα σε πέντε λεπτά ή σε πέντε ώρες. Σήμερα όμως.

Κάθε φορά όμως που το τέρας ερχόταν και την προκαλούσε, εκείνη καθόταν απλώς και το κοιτούσε. Πού και πού του χαμογέλαγε για να το καλοπιάσει. Κάποιες φορές κοιτούσε αλλού, πιστεύοντας πως αν στρέψει ξανά το βλέμμα της στη θέση του, εκείνο θα είχε εξαφανιστεί μόνο του. Γρύλιζε μέσα στο κεφάλι της, αλλά κατέπνιγε τον ήχο πριν βγει έξω από αυτό. Γιατί σκεφτόταν εκείνον... Εκείνον που θα στεκόταν σε μια γωνιά πετρωμένος, με βλέμμα περίλυπο. Εκείνον που πονούσε για εκείνην. Εκείνον που ο πόνος της του ήταν δυσβάστακτος, κι ας ήταν για πέντε ώρες. Ή πέντε λεπτά. Εκείνον που πάλευε με τους δικούς του δαίμονες και δεν είχε αποθέματα, όχι να δώσει τις δικές της μάχες, αλλά έστω να παρακολουθήσει εκείνη να τις δίνει...

Όταν θυμός και ανασφάλειες εμφανίζονταν μπροστά της, δεν ήθελε να αποστρέφει το βλέμμα. Ήθελε να εξαφανιστεί εκείνος, ώστε να μπορεί να τα κοιτάξει και τα δύο κατάματα. Ήθελε να είναι μόνη να πονέσει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που εκείνος ήθελε περισσότερο από ποτέ να είναι δίπλα της για να καταπραΰνει τον πόνο της.

Δεν έφταιγε εκείνος. Δεν χρειαζόταν να πείσει τον εαυτό της γι' αυτό. Δεν έφταιγε ούτε εκείνη. Δεν κατηγορούσε πια τον εαυτό της γι' αυτό. Ίσως μόνο γιατί δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να του ζητήσει να μείνει μόνη για πέντε λεπτά ή πέντε ώρες, μέχρι να αναγεννηθεί ώστε να μπορεί να είναι μαζί του, χωρίς να φωνάζει σαν τρελή στις ορμόνες της.

Δεν αισθανόταν sane. Αλλά δεν φοβόταν. Ήθελε τόσο να μη φοβάται για εκείνη ούτε εκείνος! Ή μήπως ήθελε να μη φοβάται εκείνη για εκείνον;... Φαααακ, καταραμένες ορμόνες. Και πού να ήταν όντως εκείνος το θέμα σας σήμερα...